Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 649 - 684 of 1067
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές
Αγγλικός όρος:
Harmful
Μετάφραση:
Harmful
Ελληνικός όρος:
Επιβλαβές για τους υδρόβιους οργανισμούς, μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Harmful to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Μετάφραση:
Harmful to aquatic organisms, may cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Επιβλέπων
Αγγλικός όρος:
Inspector
Μετάφραση:
Inspector
Ελληνικός όρος:
Επίβλεψη
Αγγλικός όρος:
Supervision
Μετάφραση:
Supervision
Ελληνικός όρος:
Επίβλεψη της υγείας
Αγγλικός όρος:
Health surveillance
Μετάφραση:
Health surveillance
Ελληνικός όρος:
Επίβλεψη του εργασιακού περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Surveillance of the working environment
Μετάφραση:
Surveillance of the working environment
Ελληνικός όρος:
Επιβραδυντικό φλόγας
Αγγλικός όρος:
Fire retardant
Μετάφραση:
Fire retardant
Ελληνικός όρος:
Επιγαστρικός πόνος
Αγγλικός όρος:
Epigastric pain
Μετάφραση:
Epigastric pain
Ελληνικός όρος:
Επιγονατίδα
Αγγλικός όρος:
Patella
Μετάφραση:
Patella
Ελληνικός όρος:
Επιδερμικός
Αγγλικός όρος:
Epidermal
Μετάφραση:
Epidermal
Ελληνικός όρος:
Επιδημία
Αγγλικός όρος:
Epidemic
Μετάφραση:
Epidemic
Ελληνικός όρος:
Επιδημιολογία
Αγγλικός όρος:
Epidemiology
Μετάφραση:
Epidemiology
Ελληνικός όρος:
Επιδημιολογικές μέθοδοι
Αγγλικός όρος:
Epidemiological methods
Μετάφραση:
Epidemiological methods
Ελληνικός όρος:
Επιδημιολογικές μετρήσεις
Αγγλικός όρος:
Epidemiological measurements
Μετάφραση:
Epidemiological measurements
Ελληνικός όρος:
Επιδημιολογική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Epidemiological study
Μετάφραση:
Epidemiological study
Ελληνικός όρος:
Επιδιορθωμένες συσκευασίες
Αγγλικός όρος:
Reconditioned packaging
Μετάφραση:
Reconditioned packaging
Ελληνικός όρος:
Επιδιόρθωση με ανασυνδιασμό
Αγγλικός όρος:
Recombination repair
Μετάφραση:
Recombination repair
Ελληνικός όρος:
Επιδόσεις στον τομέα της ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety performance
Μετάφραση:
Safety performance
Ελληνικός όρος:
Επιδράσεις στον πληθυσμό
Αγγλικός όρος:
Population effects
Μετάφραση:
Population effects
Ελληνικός όρος:
Επιθετικότητα
Αγγλικός όρος:
Aggression
Μετάφραση:
Aggression
Ελληνικός όρος:
Επιθεώρηση
Αγγλικός όρος:
Inspection, audit
Μετάφραση:
Inspection, audit
Ελληνικός όρος:
Επιθεώρηση απόδοσης
Αγγλικός όρος:
Performance audit
Μετάφραση:
Performance audit
Ελληνικός όρος:
Επιθεώρηση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour inspectorate
Μετάφραση:
Labour inspectorate
Ελληνικός όρος:
Επιθεώρηση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality audit
Μετάφραση:
Quality audit
Ελληνικός όρος:
Επιθεωρητής ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Security inspector
Μετάφραση:
Security inspector
Ελληνικός όρος:
Επιθεωρητής εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour inspector
Μετάφραση:
Labour inspector
Ελληνικός όρος:
Επιθεωρητής ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality auditor
Μετάφραση:
Quality auditor
Ελληνικός όρος:
Επιθεωρούμενος
Αγγλικός όρος:
Auditee
Μετάφραση:
Auditee
Ελληνικός όρος:
Επιθήλιο
Αγγλικός όρος:
Epithelium
Μετάφραση:
Epithelium
Ελληνικός όρος:
Επικάλυψη
Αγγλικός όρος:
Coating, daubing, concealing
Μετάφραση:
Coating, daubing, concealing
Ελληνικός όρος:
Επικάλυψη με σκόνη
Αγγλικός όρος:
Powder coating
Μετάφραση:
Powder coating
Ελληνικός όρος:
Επικάλυψη μετάλλων
Αγγλικός όρος:
Coating of metals
Μετάφραση:
Coating of metals
Ελληνικός όρος:
Επικεντρωμένη αξιολόγηση κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Targeted risk assessment
Μετάφραση:
Targeted risk assessment
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνα απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Hazardous waste
Μετάφραση:
Hazardous waste
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνα εμπορεύματα
Αγγλικός όρος:
Dangerous goods
Μετάφραση:
Dangerous goods
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνες εγκαταστάσεις
Αγγλικός όρος:
Hazardous installation
Μετάφραση:
Hazardous installation
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
15
Page
16
Page
17
Page
18
Τρέχουσα σελίδα
19
Page
20
Page
21
Page
22
Page
23
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »