Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 685 - 720 of 1067
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Dangerous substances
Μετάφραση:
Dangerous substances
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνες ποσότητες
Αγγλικός όρος:
Hazardous quantities
Μετάφραση:
Hazardous quantities
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνες ύλες
Αγγλικός όρος:
Hazardous materials
Μετάφραση:
Hazardous materials
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Dangerous reaction
Μετάφραση:
Dangerous reaction
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη αστοχία
Αγγλικός όρος:
Failure to danger
Μετάφραση:
Failure to danger
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη εκρηκτική ατμόσφαιρα
Αγγλικός όρος:
Hazardous explosive atmosphere
Μετάφραση:
Hazardous explosive atmosphere
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη ζώνη
Αγγλικός όρος:
Hazard zone
Μετάφραση:
Hazard zone
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη κατάσταση
Αγγλικός όρος:
Hazardous situation
Μετάφραση:
Hazardous situation
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη ουσία
Αγγλικός όρος:
Dangerous substance
Μετάφραση:
Dangerous substance
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνη περιοχή
Αγγλικός όρος:
Dangerous area, hazardous area
Μετάφραση:
Dangerous area, hazardous area
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνο
Αγγλικός όρος:
Hazardous
Μετάφραση:
Hazardous
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνο για τη στιβάδα του όζοντος
Αγγλικός όρος:
Dangerous for the ozone layer, Hazardous for the ozone layer
Μετάφραση:
Dangerous for the ozone layer, Hazardous for the ozone layer
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνο για το περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Dangerous for the environment
Μετάφραση:
Dangerous for the environment
Ελληνικός όρος:
Επικίνδυνο για το υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Hazardous to the aquatic environment
Μετάφραση:
Hazardous to the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Επικινδυνότητα
Αγγλικός όρος:
Risk
Μετάφραση:
Risk
Ελληνικός όρος:
Επικοινωνία ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety communication
Μετάφραση:
Safety communication
Ελληνικός όρος:
Επικοινωνία του κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk communication
Μετάφραση:
Risk communication
Ελληνικός όρος:
Επικολλώ
Αγγλικός όρος:
Affix
Μετάφραση:
Affix
Ελληνικός όρος:
Επικονίαμα
Αγγλικός όρος:
Plastering
Μετάφραση:
Plastering
Ελληνικός όρος:
Επικρατούσα αναλογία
Αγγλικός όρος:
Prevalence ratio
Μετάφραση:
Prevalence ratio
Ελληνικός όρος:
Επικρατούσα τάση
Αγγλικός όρος:
Zeitgeist
Μετάφραση:
Zeitgeist
Ελληνικός όρος:
Επικρατούσα τιμή
Αγγλικός όρος:
Mode
Μετάφραση:
Mode
Ελληνικός όρος:
Επικυρωμένη μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Validated method
Μετάφραση:
Validated method
Ελληνικός όρος:
Επικύρωση
Αγγλικός όρος:
Validation, verification
Μετάφραση:
Validation, verification
Ελληνικός όρος:
Επικύρωση HACCP
Αγγλικός όρος:
HACCP validation
Μετάφραση:
HACCP validation
Ελληνικός όρος:
Επιλεκτικότητα ή εκλεκτικότητα
Αγγλικός όρος:
Selectivity
Μετάφραση:
Selectivity
Ελληνικός όρος:
Επιλογή
Αγγλικός όρος:
Selection
Μετάφραση:
Selection
Ελληνικός όρος:
Επιλογή του προσωπικού
Αγγλικός όρος:
Personnel selection
Μετάφραση:
Personnel selection
Ελληνικός όρος:
Επίλυση προβλημάτων
Αγγλικός όρος:
Problem-solving
Μετάφραση:
Problem-solving
Ελληνικός όρος:
Επιμήκυνση κατά τη θραύση
Αγγλικός όρος:
Elongation at break
Μετάφραση:
Elongation at break
Ελληνικός όρος:
Επιμήκυνση μετά την ψύξη
Αγγλικός όρος:
Elongation after cooling
Μετάφραση:
Elongation after cooling
Ελληνικός όρος:
Επιμόλυνση
Αγγλικός όρος:
Infection, contamination
Μετάφραση:
Infection, contamination
Ελληνικός όρος:
Επιμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Training
Μετάφραση:
Training
Ελληνικός όρος:
Επιμόρφωση με στόχο την προσαρμογή στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Work adjustment training
Μετάφραση:
Work adjustment training
Ελληνικός όρος:
Επινεφρίνη ή αδρεναλίνη
Αγγλικός όρος:
Epinephrine or adrenaline
Μετάφραση:
Epinephrine or adrenaline
Ελληνικός όρος:
Επίπεδα πολωμένο φως
Αγγλικός όρος:
Plane polarized
Μετάφραση:
Plane polarized
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
16
Page
17
Page
18
Page
19
Τρέχουσα σελίδα
20
Page
21
Page
22
Page
23
Page
24
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »