Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 145 - 180 of 1067
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Εισαγωγή
Αγγλικός όρος:
Import
Μετάφραση:
Import
Ελληνικός όρος:
Είσοδος
Αγγλικός όρος:
Entrance
Μετάφραση:
Entrance
Ελληνικός όρος:
Είσοδος (π.χ ηλεκτρονικού σήματος)
Αγγλικός όρος:
Input
Μετάφραση:
Input
Ελληνικός όρος:
Εισπνεόμενα αλλεργιογόνα
Αγγλικός όρος:
Respiratory sensitisers
Μετάφραση:
Respiratory sensitisers
Ελληνικός όρος:
Εισπνεύσιμο κλάσμα
Αγγλικός όρος:
Inhalable fraction
Μετάφραση:
Inhalable fraction
Ελληνικός όρος:
Εισπνοή
Αγγλικός όρος:
Inhalation
Μετάφραση:
Inhalation
Ελληνικός όρος:
Εκ των προτέρων γνωστοποίηση
Αγγλικός όρος:
Prior notice
Μετάφραση:
Prior notice
Ελληνικός όρος:
Εκατομμύρια σωματίδια ανα κυβικό πόδι
Αγγλικός όρος:
Million particles per cubic foot (mppcf)
Μετάφραση:
Million particles per cubic foot (mppcf)
Ελληνικός όρος:
Εκατοστιαία ανάκτηση
Αγγλικός όρος:
Percent recovery
Μετάφραση:
Percent recovery
Ελληνικός όρος:
Εκγλυπτική μηχανή οδών
Αγγλικός όρος:
Road-milling machine
Μετάφραση:
Road-milling machine
Ελληνικός όρος:
Έκζεμα
Αγγλικός όρος:
Eczema
Μετάφραση:
Eczema
Ελληνικός όρος:
Έκθεση
Αγγλικός όρος:
Exposure
Μετάφραση:
Exposure
Ελληνικός όρος:
Έκθεση αξιολόγησης
Αγγλικός όρος:
Assessment report
Μετάφραση:
Assessment report
Ελληνικός όρος:
Έκθεση αξιολόγησης κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Risk Assessment Report (RAR)
Μετάφραση:
Risk Assessment Report (RAR)
Ελληνικός όρος:
Έκθεση ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Inspection report
Μετάφραση:
Inspection report
Ελληνικός όρος:
Έκθεση ελέγχου ή έκθεση δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test report
Μετάφραση:
Test report
Ελληνικός όρος:
Έκθεση εξέτασης
Αγγλικός όρος:
Examination report
Μετάφραση:
Examination report
Ελληνικός όρος:
Έκθεση σε ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Radiant exposure
Μετάφραση:
Radiant exposure
Ελληνικός όρος:
Έκθεση Χημικής Ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Chemical Safety Report, CSR
Μετάφραση:
Chemical Safety Report, CSR
Ελληνικός όρος:
Εκθέτης
Αγγλικός όρος:
Exponent
Μετάφραση:
Exponent
Ελληνικός όρος:
Εκθετική συνάρτηση
Αγγλικός όρος:
Exponential function
Μετάφραση:
Exponential function
Ελληνικός όρος:
Εκκενώσεις
Αγγλικός όρος:
Evacuations
Μετάφραση:
Evacuations
Ελληνικός όρος:
Εκκένωση
Αγγλικός όρος:
Purging
Μετάφραση:
Purging
Ελληνικός όρος:
Εκκενώστε την περιοχή
Αγγλικός όρος:
Evacuate area
Μετάφραση:
Evacuate area
Ελληνικός όρος:
Εκκίνηση
Αγγλικός όρος:
Start
Μετάφραση:
Start
Ελληνικός όρος:
Εκκινητής
Αγγλικός όρος:
Starter
Μετάφραση:
Starter
Ελληνικός όρος:
Έκκληση
Αγγλικός όρος:
Appeal
Μετάφραση:
Appeal
Ελληνικός όρος:
Εκκρίματα
Αγγλικός όρος:
Secretions
Μετάφραση:
Secretions
Ελληνικός όρος:
Έκκριση (π.χ ούρων)
Αγγλικός όρος:
Excretion
Μετάφραση:
Excretion
Ελληνικός όρος:
Εκλαμψία
Αγγλικός όρος:
Eclampsia
Μετάφραση:
Eclampsia
Ελληνικός όρος:
Έκλυση
Αγγλικός όρος:
Emanation, release
Μετάφραση:
Emanation, release
Ελληνικός όρος:
Έκλυση δευτέρου βαθμού
Αγγλικός όρος:
Secondary grade release
Μετάφραση:
Secondary grade release
Ελληνικός όρος:
Έκνομες ενέργειες
Αγγλικός όρος:
Acts of unlawful interference
Μετάφραση:
Acts of unlawful interference
Ελληνικός όρος:
Εκπαίδευση εκτός του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Off-the-job training
Μετάφραση:
Off-the-job training
Ελληνικός όρος:
Εκπαίδευση μέτρων ασφάλειας
Αγγλικός όρος:
Safety education
Μετάφραση:
Safety education
Ελληνικός όρος:
Εκπαίδευση στην εργασία
Αγγλικός όρος:
On-the-job training
Μετάφραση:
On-the-job training
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Τρέχουσα σελίδα
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »