Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 541 - 576 of 676
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κριτήρια ανασκόπησης
Αγγλικός όρος:
Review criteria
Μετάφραση:
Review criteria
Ελληνικός όρος:
Κριτήρια αποδοχής
Αγγλικός όρος:
Acceptance criteria
Μετάφραση:
Acceptance criteria
Ελληνικός όρος:
Κριτήρια εξαίρεσης
Αγγλικός όρος:
Exclusion criteria
Μετάφραση:
Exclusion criteria
Ελληνικός όρος:
Κριτήρια επίδοσης
Αγγλικός όρος:
Performance criteria
Μετάφραση:
Performance criteria
Ελληνικός όρος:
Κριτήρια θερμικής άνεσης
Αγγλικός όρος:
Thermal comfort criteria
Μετάφραση:
Thermal comfort criteria
Ελληνικός όρος:
Κριτήρια οριοθέτησης της ιατρικής της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational disease case definition
Μετάφραση:
Occupational disease case definition
Ελληνικός όρος:
Κριτήρια σταθερότητας
Αγγλικός όρος:
Stability criteria
Μετάφραση:
Stability criteria
Ελληνικός όρος:
Κριτήριο συμμόρφωσης
Αγγλικός όρος:
Conformity criteria
Μετάφραση:
Conformity criteria
Ελληνικός όρος:
Κροκιδόλιθος
Αγγλικός όρος:
Crocidolite
Μετάφραση:
Crocidolite
Ελληνικός όρος:
Κροκιδωτικό μέσο
Αγγλικός όρος:
Flocculant
Μετάφραση:
Flocculant
Ελληνικός όρος:
Κροτωναλδεΰδη ή κροτωνική αλδεΰδη ή 2-βουτενάλη ή βουτυραλδεΰδη ή βουτυρική αλδεϋδη
Αγγλικός όρος:
Crotonaldehyde or crotonic aldehyde or 2-butenal or butyraldehyde
Μετάφραση:
Crotonaldehyde or crotonic aldehyde or 2-butenal or butyraldehyde
Ελληνικός όρος:
Κροτωνικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Crotonic acid
Μετάφραση:
Crotonic acid
Ελληνικός όρος:
Κροτωνικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl crotonate
Μετάφραση:
Ethyl crotonate
Ελληνικός όρος:
Κρούση ή χτύπημα
Αγγλικός όρος:
Shock
Μετάφραση:
Shock
Ελληνικός όρος:
Κρουστικά βελόνια
Αγγλικός όρος:
Needle scalers
Μετάφραση:
Needle scalers
Ελληνικός όρος:
Κρουστική διάτρηση
Αγγλικός όρος:
Impact drilling
Μετάφραση:
Impact drilling
Ελληνικός όρος:
Κρουστική σφύρα
Αγγλικός όρος:
Pneumatic pick
Μετάφραση:
Pneumatic pick
Ελληνικός όρος:
Κρουστικό κλειδί
Αγγλικός όρος:
Impact wrench
Μετάφραση:
Impact wrench
Ελληνικός όρος:
Κρουστικό τρυπάνι
Αγγλικός όρος:
Impact drill
Μετάφραση:
Impact drill
Ελληνικός όρος:
Κρουφομικό άλας
Αγγλικός όρος:
Crufomate
Μετάφραση:
Crufomate
Ελληνικός όρος:
Κρυογονικό δοχείο
Αγγλικός όρος:
Cryogenic receptacle
Μετάφραση:
Cryogenic receptacle
Ελληνικός όρος:
Κρυόλιθος
Αγγλικός όρος:
Kryolith or cryolite
Μετάφραση:
Kryolith or cryolite
Ελληνικός όρος:
Κρυοπαγήματα
Αγγλικός όρος:
Frostbites
Μετάφραση:
Frostbites
Ελληνικός όρος:
Κρύος
Αγγλικός όρος:
Cold
Μετάφραση:
Cold
Ελληνικός όρος:
Κρυοφλουοράνη ή φρέον 114 ή 1,2-διχλωρο-1,1,2,2-τετραφθοροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Cryofluorane, Freon 114, 1,2-dichloro-1,1,2,2-tetrafluoroethane
Μετάφραση:
Cryofluorane, Freon 114, 1,2-dichloro-1,1,2,2-tetrafluoroethane
Ελληνικός όρος:
Κρυπτό
Αγγλικός όρος:
Krypton (Kr)
Μετάφραση:
Krypton (Kr)
Ελληνικός όρος:
Κρύσταλλοι
Αγγλικός όρος:
Crystals
Μετάφραση:
Crystals
Ελληνικός όρος:
Κρυσταλλοτρίοδος
Αγγλικός όρος:
Transistor
Μετάφραση:
Transistor
Ελληνικός όρος:
Κτηνιατρικά φαρμακευτικά προϊόντα
Αγγλικός όρος:
Veterinary medicinal products
Μετάφραση:
Veterinary medicinal products
Ελληνικός όρος:
Κτήριο ή κτίριο
Αγγλικός όρος:
Building
Μετάφραση:
Building
Ελληνικός όρος:
Κτύπημα από πρόσκρουση σε αντικείμενο
Αγγλικός όρος:
Hurting oneself on an object
Μετάφραση:
Hurting oneself on an object
Ελληνικός όρος:
Κτυπογενής θόρυβος
Αγγλικός όρος:
Impact sound
Μετάφραση:
Impact sound
Ελληνικός όρος:
Κυαλοθρίνη
Αγγλικός όρος:
Cyhalothrine
Μετάφραση:
Cyhalothrine
Ελληνικός όρος:
Κυαναζίνη
Αγγλικός όρος:
Cyanazine
Μετάφραση:
Cyanazine
Ελληνικός όρος:
Κυαναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Cyanamide
Μετάφραση:
Cyanamide
Ελληνικός όρος:
Κυαναμίδιο του ασβεστίου
Αγγλικός όρος:
Calcium cyanamide
Μετάφραση:
Calcium cyanamide
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
11
Page
12
Page
13
Page
14
Page
15
Τρέχουσα σελίδα
16
Page
17
Page
18
Page
19
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »