Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 685 - 720 of 721
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει εγκαύματα ψύχους ή τραυματισμούς
Αγγλικός όρος:
May cause cryogenic burns or injury
Μετάφραση:
May cause cryogenic burns or injury
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμό της αναπνευστικής οδού
Αγγλικός όρος:
May cause respiratory irritation
Μετάφραση:
May cause respiratory irritation
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση όταν εισπνέεται και σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
May cause sensitization by inhalation and skin contact
Μετάφραση:
May cause sensitization by inhalation and skin contact
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ή αναζωπυρώσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
May cause or intensify fire
Μετάφραση:
May cause or intensify fire
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει θάνατο σε περίπτωση κατάποσης και διείσδυσης στις αναπνευστικές οδούς
Αγγλικός όρος:
May be fatal if swallowed and enters airways
Μετάφραση:
May be fatal if swallowed and enters airways
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
May cause cancer by inhalation
Μετάφραση:
May cause cancer by inhalation
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει κληρονομικές γενετικές βλάβες
Αγγλικός όρος:
May cause heritable genetic damage
Μετάφραση:
May cause heritable genetic damage
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the environment
Μετάφραση:
May cause long-term adverse effects in the environment
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Μετάφραση:
May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες επιπτώσεις, στους υδρόβιους οργανισμούς
Αγγλικός όρος:
May cause long lasting harmful effects to aquatic life
Μετάφραση:
May cause long lasting harmful effects to aquatic life
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά ή έκρηξη˙ ισχυρό οξειδωτικό
Αγγλικός όρος:
May cause fire or explosion; strong oxidizer
Μετάφραση:
May cause fire or explosion; strong oxidizer
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει υπνηλία ή ζάλη
Αγγλικός όρος:
May cause drowsiness or dizziness
Μετάφραση:
May cause drowsiness or dizziness
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια
Αγγλικός όρος:
May form explosive peroxides
Μετάφραση:
May form explosive peroxides
Ελληνικός όρος:
Μπορελίωση
Αγγλικός όρος:
Borreliosis
Μετάφραση:
Borreliosis
Ελληνικός όρος:
Μπότες ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety boots
Μετάφραση:
Safety boots
Ελληνικός όρος:
Μπρούτζος
Αγγλικός όρος:
Bronze
Μετάφραση:
Bronze
Ελληνικός όρος:
Μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο
Αγγλικός όρος:
Myelodysplastic syndrome
Μετάφραση:
Myelodysplastic syndrome
Ελληνικός όρος:
Μυελοϋπερπλαστικό σύνδρομο
Αγγλικός όρος:
Myeloproliferative
Μετάφραση:
Myeloproliferative
Ελληνικός όρος:
Μύες
Αγγλικός όρος:
Muscles
Μετάφραση:
Muscles
Ελληνικός όρος:
Μυκαρόζη
Αγγλικός όρος:
Mycarose
Μετάφραση:
Mycarose
Ελληνικός όρος:
Μύκητες
Αγγλικός όρος:
Molds, moulds, fungi
Μετάφραση:
Molds, moulds, fungi
Ελληνικός όρος:
Μυκητοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Fungicides
Μετάφραση:
Fungicides
Ελληνικός όρος:
Μυκοτοξίνες
Αγγλικός όρος:
Mycotoxins
Μετάφραση:
Mycotoxins
Ελληνικός όρος:
Μύλος
Αγγλικός όρος:
Mill
Μετάφραση:
Mill
Ελληνικός όρος:
Μυοκτονία
Αγγλικός όρος:
Deratting
Μετάφραση:
Deratting
Ελληνικός όρος:
Μυοσίνη
Αγγλικός όρος:
Myosin
Μετάφραση:
Myosin
Ελληνικός όρος:
Μυοσκελετικές παθήσεις
Αγγλικός όρος:
Musculoskeletal disorders, MSDs
Μετάφραση:
Musculoskeletal disorders, MSDs
Ελληνικός όρος:
Μυοσκελετικές παθήσεις που σχετίζονται με την εργασία
Αγγλικός όρος:
Work-related musculoskeletal disorders
Μετάφραση:
Work-related musculoskeletal disorders
Ελληνικός όρος:
Μυριστικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Myristic acid or tetradecanoic acid
Μετάφραση:
Myristic acid or tetradecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκική αλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Formaldehyde, methanal, formol
Μετάφραση:
Formaldehyde, methanal, formol
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium formate
Μετάφραση:
Ammonium formate
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid
Μετάφραση:
Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl formate
Μετάφραση:
Ethyl formate
Ελληνικός όρος:
Μυρμηκικός μεθυλεστέρας ή μυρμηκικό μεθύλιο ή μεθανικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl formate or methyl methanoate
Μετάφραση:
Methyl formate or methyl methanoate
Ελληνικός όρος:
Μυρσένιο
Αγγλικός όρος:
Myrcene
Μετάφραση:
Myrcene
Ελληνικός όρος:
Μύτη
Αγγλικός όρος:
Nose
Μετάφραση:
Nose
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
13
Page
14
Page
15
Page
16
Page
17
Page
18
Page
19
Τρέχουσα σελίδα
20
Page
21
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »