Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 109 - 144 of 220
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Νιασίνη
Αγγλικός όρος:
Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid
Μετάφραση:
Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Νικέλιο
Αγγλικός όρος:
Nickel
Μετάφραση:
Nickel
Ελληνικός όρος:
Νικελοκαρβονύλιο
Αγγλικός όρος:
Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel
Μετάφραση:
Nickel carbonyl, tetracarbonyl nickel
Ελληνικός όρος:
Νικκόλιο
Αγγλικός όρος:
Nickel
Μετάφραση:
Nickel
Ελληνικός όρος:
Νικοτιναμιδοαδενινοδινουκλεοτίδιο
Αγγλικός όρος:
Nicotinamide adenine dinucleotide, NAD
Μετάφραση:
Nicotinamide adenine dinucleotide, NAD
Ελληνικός όρος:
Νικοτίνη
Αγγλικός όρος:
Nicotine
Μετάφραση:
Nicotine
Ελληνικός όρος:
Νικοτινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid
Μετάφραση:
Nicotinic acid, niacin, 3-pyridinecarboxylic acid
Ελληνικός όρος:
Νικοτινοϋλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Nicotinoyl chloride
Μετάφραση:
Nicotinoyl chloride
Ελληνικός όρος:
Νιόβιο
Αγγλικός όρος:
Niobium
Μετάφραση:
Niobium
Ελληνικός όρος:
Νιτραπυρίνη
Αγγλικός όρος:
Nitrapyrin
Μετάφραση:
Nitrapyrin
Ελληνικός όρος:
Νιτρική κυτταρίνη
Αγγλικός όρος:
Cellulose nitrate
Μετάφραση:
Cellulose nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό
Αγγλικός όρος:
Nitrate
Μετάφραση:
Nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium nitrate
Μετάφραση:
Ammonium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium nitrate
Μετάφραση:
Aluminium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium nitrate
Μετάφραση:
Barium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium nitrate
Μετάφραση:
Beryllium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron nitrate
Μετάφραση:
Boron nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό διμεθυλοαμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Dimethylammonium nitrate
Μετάφραση:
Dimethylammonium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium nitrate
Μετάφραση:
Cadmium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium nitrate
Μετάφραση:
Potassium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt nitrate
Μετάφραση:
Cobalt nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό λίθιο
Αγγλικός όρος:
Lithium nitrate
Μετάφραση:
Lithium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese nitrate
Μετάφραση:
Manganese nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό μαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Magnesium nitrate
Μετάφραση:
Magnesium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium nitrate
Μετάφραση:
Sodium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Nitric acid
Μετάφραση:
Nitric acid
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό προπύλιο ή νιτρικός προπυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Propyl nitrate or nitric acid propyl ester
Μετάφραση:
Propyl nitrate or nitric acid propyl ester
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό στρόντιο
Αγγλικός όρος:
Strontium nitrate
Μετάφραση:
Strontium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικό χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium nitrate
Μετάφραση:
Chromium nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικός μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead nitrate
Μετάφραση:
Lead nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικός σίδηρος
Αγγλικός όρος:
Ferric nitrate, iron nitrate
Μετάφραση:
Ferric nitrate, iron nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικός χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper nitrate
Μετάφραση:
Copper nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτρικός ψευδάργυρος
Αγγλικός όρος:
Zinc nitrate
Μετάφραση:
Zinc nitrate
Ελληνικός όρος:
Νιτριλική σύνθεση
Αγγλικός όρος:
Nitrile synthesis
Μετάφραση:
Nitrile synthesis
Ελληνικός όρος:
Νιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Nitrile
Μετάφραση:
Nitrile
Ελληνικός όρος:
Νιτριλοτριοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Nitrilotriacetic acid, NTA
Μετάφραση:
Nitrilotriacetic acid, NTA
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Τρέχουσα σελίδα
4
Page
5
Page
6
Page
7
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »