Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 325 - 360 of 366
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Τροπινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Tropinic acid
Μετάφραση:
Tropinic acid
Ελληνικός όρος:
Τροπινόνη
Αγγλικός όρος:
Tropinone
Μετάφραση:
Tropinone
Ελληνικός όρος:
Τροπολόνη
Αγγλικός όρος:
Tropolone
Μετάφραση:
Tropolone
Ελληνικός όρος:
Τροποποίηση
Αγγλικός όρος:
Amendment
Μετάφραση:
Amendment
Ελληνικός όρος:
Τροποποιητής
Αγγλικός όρος:
Modifier
Μετάφραση:
Modifier
Ελληνικός όρος:
Τρόπος λειτουργίας
Αγγλικός όρος:
Mode
Μετάφραση:
Mode
Ελληνικός όρος:
Τρόφιμα
Αγγλικός όρος:
Food
Μετάφραση:
Food
Ελληνικός όρος:
Τροφοδότες
Αγγλικός όρος:
Feeders
Μετάφραση:
Feeders
Ελληνικός όρος:
Τροφοδότης κυψελών καυσίμου
Αγγλικός όρος:
Fuel cell engine
Μετάφραση:
Fuel cell engine
Ελληνικός όρος:
Τροχαλιοστάσιο (ασανσέρ)
Αγγλικός όρος:
Pulley room
Μετάφραση:
Pulley room
Ελληνικός όρος:
Τροχήλατος πυροσβεστήρας
Αγγλικός όρος:
Mobile fire extinguisher
Μετάφραση:
Mobile fire extinguisher
Ελληνικός όρος:
Τροχιστής
Αγγλικός όρος:
Grinder
Μετάφραση:
Grinder
Ελληνικός όρος:
Τρυγικό νάτριο ή ταρταρικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium tartrate
Μετάφραση:
Sodium tartrate
Ελληνικός όρος:
Τρυγικό οξύ ή 2,3-διυδροξυβουτενοδιικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Tartaric acid or 2,3-dihydroxy butanedioic acid
Μετάφραση:
Tartaric acid or 2,3-dihydroxy butanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Τρύπα
Αγγλικός όρος:
Hole
Μετάφραση:
Hole
Ελληνικός όρος:
Τρυπανισμός
Αγγλικός όρος:
Punching, drilling
Μετάφραση:
Punching, drilling
Ελληνικός όρος:
Τρωκτικοκτόνα
Αγγλικός όρος:
Rodenticides
Μετάφραση:
Rodenticides
Ελληνικός όρος:
Τσάπα
Αγγλικός όρος:
Hoe
Μετάφραση:
Hoe
Ελληνικός όρος:
Τσιμέντο Πόρτλαντ
Αγγλικός όρος:
Portland cement
Μετάφραση:
Portland cement
Ελληνικός όρος:
Τύλιγμα
Αγγλικός όρος:
Winding
Μετάφραση:
Winding
Ελληνικός όρος:
Τυλικτήρας σωλήνων
Αγγλικός όρος:
Hose reel
Μετάφραση:
Hose reel
Ελληνικός όρος:
Τύμπανο
Αγγλικός όρος:
Drum
Μετάφραση:
Drum
Ελληνικός όρος:
Τυπική απόκλιση
Αγγλικός όρος:
Standard deviation
Μετάφραση:
Standard deviation
Ελληνικός όρος:
Τυπικό σφάλμα
Αγγλικός όρος:
Standard error
Μετάφραση:
Standard error
Ελληνικός όρος:
Τύποι τραυματισμών
Αγγλικός όρος:
Type of injuries
Μετάφραση:
Type of injuries
Ελληνικός όρος:
Τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
Standardization, formulation
Μετάφραση:
Standardization, formulation
Ελληνικός όρος:
Τυποποιητής
Αγγλικός όρος:
Formulator
Μετάφραση:
Formulator
Ελληνικός όρος:
Τυποποιητικός φορέας
Αγγλικός όρος:
Standardizing body
Μετάφραση:
Standardizing body
Ελληνικός όρος:
Τύπος αποτελεσμάτων μελέτης
Αγγλικός όρος:
Study result type
Μετάφραση:
Study result type
Ελληνικός όρος:
Τύπος προστασίας από ανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Ignition protection type
Μετάφραση:
Ignition protection type
Ελληνικός όρος:
Τύπου πλέγματος
Αγγλικός όρος:
Mesh type
Μετάφραση:
Mesh type
Ελληνικός όρος:
Τυροσίνη
Αγγλικός όρος:
Tyrosine, Tyr, Y
Μετάφραση:
Tyrosine, Tyr, Y
Ελληνικός όρος:
Τύρφη
Αγγλικός όρος:
Peat
Μετάφραση:
Peat
Ελληνικός όρος:
Τυφλό (π.χ. στη χημική ανάλυση)
Αγγλικός όρος:
Blank
Μετάφραση:
Blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλό αντιδραστηρίου
Αγγλικός όρος:
Reagent blank
Μετάφραση:
Reagent blank
Ελληνικός όρος:
Τυφλό δείγμα
Αγγλικός όρος:
Blind sample
Μετάφραση:
Blind sample
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
Τρέχουσα σελίδα
10
Page
11
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »