Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 109 - 144 of 348
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Φέρον ηλεκτρολύτης
Αγγλικός όρος:
Carrier electrolyte or supporting electrolyte
Μετάφραση:
Carrier electrolyte or supporting electrolyte
Ελληνικός όρος:
Φέρον κύμα
Αγγλικός όρος:
Carrier wave
Μετάφραση:
Carrier wave
Ελληνικός όρος:
Φέρριο
Αγγλικός όρος:
Iron (Fe)
Μετάφραση:
Iron (Fe)
Ελληνικός όρος:
Φερριτίνη
Αγγλικός όρος:
Ferritin
Μετάφραση:
Ferritin
Ελληνικός όρος:
Φερροκένιο
Αγγλικός όρος:
Ferrocene
Μετάφραση:
Ferrocene
Ελληνικός όρος:
Φερροκένιο
Αγγλικός όρος:
Ferrocene, dicyclopentadienyl iron
Μετάφραση:
Ferrocene, dicyclopentadienyl iron
Ελληνικός όρος:
Φέρων αέριο
Αγγλικός όρος:
Carrier gas
Μετάφραση:
Carrier gas
Ελληνικός όρος:
Φθαλαμιδικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium phthalamate
Μετάφραση:
Ammonium phthalamate
Ελληνικός όρος:
Φθαλαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Phthalamide
Μετάφραση:
Phthalamide
Ελληνικός όρος:
Φθαλικό διβουτύλιο ή φθαλικός διβουτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dibutyl phthalate
Μετάφραση:
Dibutyl phthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium phthalate
Μετάφραση:
Potassium phthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Phthalic acid
Μετάφραση:
Phthalic acid
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός αιθυλεξυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethylhexylphthalate
Μετάφραση:
Ethylhexylphthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός ανυδρίτης
Αγγλικός όρος:
Phthalic anhydride
Μετάφραση:
Phthalic anhydride
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός διαιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Diethyl phthalate, DEP
Μετάφραση:
Diethyl phthalate, DEP
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός διισοβουτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Diisobutyl phthalate
Μετάφραση:
Diisobutyl phthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός διμεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dimethyl phthalate
Μετάφραση:
Dimethyl phthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλικός οκτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethylhexylphthalate
Μετάφραση:
Ethylhexylphthalate
Ελληνικός όρος:
Φθαλιμιδομηλονικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Phthalimidomalonic ester
Μετάφραση:
Phthalimidomalonic ester
Ελληνικός όρος:
Φθαλοδινιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Phthalodinitrile
Μετάφραση:
Phthalodinitrile
Ελληνικός όρος:
Φθαλοκυανίνη χαλκού
Αγγλικός όρος:
Copper phthalocyanine
Μετάφραση:
Copper phthalocyanine
Ελληνικός όρος:
Φθίνουσα ταλάντωση
Αγγλικός όρος:
Damped oscillation
Μετάφραση:
Damped oscillation
Ελληνικός όρος:
Φθορακεταμίδιο
Αγγλικός όρος:
Fluoroacetamide
Μετάφραση:
Fluoroacetamide
Ελληνικός όρος:
Φθόριο
Αγγλικός όρος:
Fluorine (F)
Μετάφραση:
Fluorine (F)
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχες ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Fluorides
Μετάφραση:
Fluorides
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium fluoride
Μετάφραση:
Aluminium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic fluoride
Μετάφραση:
Arsenic fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calsium fluoride
Μετάφραση:
Calsium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium fluoride
Μετάφραση:
Barium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium fluoride
Μετάφραση:
Beryllium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron fluoride
Μετάφραση:
Boron fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium fluoride
Μετάφραση:
Cadmium fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο καρβονύλιο
Αγγλικός όρος:
Carbonyl fluoride
Μετάφραση:
Carbonyl fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχο κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt II fluoride
Μετάφραση:
Cobalt II fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχος τριβουτυλοκασσίτερος
Αγγλικός όρος:
Tributyltin fluoride
Μετάφραση:
Tributyltin fluoride
Ελληνικός όρος:
Φθοριούχος χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper fluoride
Μετάφραση:
Copper fluoride
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Τρέχουσα σελίδα
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »