Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 145 - 180 of 288
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Υδροχλωρική φαινυλυδραζίνη
Αγγλικός όρος:
Phenylhydrazine hydrochloride
Μετάφραση:
Phenylhydrazine hydrochloride
Ελληνικός όρος:
Υδροχλωρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride
Μετάφραση:
Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride
Ελληνικός όρος:
Υδροχλώριο
Αγγλικός όρος:
Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride
Μετάφραση:
Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride
Ελληνικός όρος:
Υλίδιο
Αγγλικός όρος:
Ylide (Ph3P=CRR΄)
Μετάφραση:
Ylide (Ph3P=CRR΄)
Ελληνικός όρος:
Υλικά ανοιχτά
Αγγλικός όρος:
Open materials
Μετάφραση:
Open materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά απολίπανσης
Αγγλικός όρος:
Degreasing agents
Μετάφραση:
Degreasing agents
Ελληνικός όρος:
Υλικά δομικών κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Construction materials
Μετάφραση:
Construction materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά και μέθοδοι
Αγγλικός όρος:
Materials and methods
Μετάφραση:
Materials and methods
Ελληνικός όρος:
Υλικά οικοδομών
Αγγλικός όρος:
Building materials
Μετάφραση:
Building materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά συσκευασίας
Αγγλικός όρος:
Packaging materials
Μετάφραση:
Packaging materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά συσκευασμένα
Αγγλικός όρος:
Racked materials
Μετάφραση:
Racked materials
Ελληνικός όρος:
Υλικό αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference material, RM
Μετάφραση:
Reference material, RM
Ελληνικός όρος:
Υλικό δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test material
Μετάφραση:
Test material
Ελληνικός όρος:
Υλικό κατάρτισης
Αγγλικός όρος:
Training materials
Μετάφραση:
Training materials
Ελληνικός όρος:
Υλικό πλήρωσης
Αγγλικός όρος:
Filler
Μετάφραση:
Filler
Ελληνικός όρος:
Υλοποίηση
Αγγλικός όρος:
Implementation, enforcement, application
Μετάφραση:
Implementation, enforcement, application
Ελληνικός όρος:
Υπάλληλοι γραφείου
Αγγλικός όρος:
Clerks worker, office workers, white-collar workers
Μετάφραση:
Clerks worker, office workers, white-collar workers
Ελληνικός όρος:
Ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών
Αγγλικός όρος:
Presence of dangerous substances
Μετάφραση:
Presence of dangerous substances
Ελληνικός όρος:
Υπάρχουσα δραστική ουσία
Αγγλικός όρος:
Existing active substance
Μετάφραση:
Existing active substance
Ελληνικός όρος:
Υπάρχουσες ουσίες, υφιστάμενες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Existing substances
Μετάφραση:
Existing substances
Ελληνικός όρος:
Υπερανθρακικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium percarbonate
Μετάφραση:
Sodium percarbonate
Ελληνικός όρος:
Υπερανυψωμένη εξέδρα εργασίας
Αγγλικός όρος:
Elevated work platforms
Μετάφραση:
Elevated work platforms
Ελληνικός όρος:
Υπέρβαρος
Αγγλικός όρος:
Overweight
Μετάφραση:
Overweight
Ελληνικός όρος:
Υπερβολή (π.χ. μαθηματική καμπύλη)
Αγγλικός όρος:
Hyperbola
Μετάφραση:
Hyperbola
Ελληνικός όρος:
Υπερβολικός φόρτος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work overload
Μετάφραση:
Work overload
Ελληνικός όρος:
Υπεργολαβική εργασία
Αγγλικός όρος:
Subcontracted work
Μετάφραση:
Subcontracted work
Ελληνικός όρος:
Υπεργολάβος
Αγγλικός όρος:
Subcontractor
Μετάφραση:
Subcontractor
Ελληνικός όρος:
Υπερεργασία
Αγγλικός όρος:
Overtime
Μετάφραση:
Overtime
Ελληνικός όρος:
Υπερευαισθησία
Αγγλικός όρος:
Hypersensitivity
Μετάφραση:
Hypersensitivity
Ελληνικός όρος:
Υπέρηχος
Αγγλικός όρος:
Ultra sound
Μετάφραση:
Ultra sound
Ελληνικός όρος:
Υπερθειικά άλατα
Αγγλικός όρος:
Persulfates
Μετάφραση:
Persulfates
Ελληνικός όρος:
Υπερθειικό αµµώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium persulfate, APS
Μετάφραση:
Ammonium persulfate, APS
Ελληνικός όρος:
Υπερθερμία
Αγγλικός όρος:
Hyperthermia
Μετάφραση:
Hyperthermia
Ελληνικός όρος:
Υπερίτης
Αγγλικός όρος:
Yperite
Μετάφραση:
Yperite
Ελληνικός όρος:
Υπεριώδες φώς
Αγγλικός όρος:
Ultra violet light (UV)
Μετάφραση:
Ultra violet light (UV)
Ελληνικός όρος:
Υπεριώδης ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Ultraviolet radiation
Μετάφραση:
Ultraviolet radiation
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
Page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Τρέχουσα σελίδα
5
Page
6
Page
7
Page
8
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »