Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 145 - 180 of 289
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Υδροχλωρική φαινυλυδραζίνη
Αγγλικός όρος:
Phenylhydrazine hydrochloride

Μετάφραση: Phenylhydrazine hydrochloride
Ελληνικός όρος:
Υδροχλωρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride

Μετάφραση: Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride
Ελληνικός όρος:
Υδροχλώριο
Αγγλικός όρος:
Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride

Μετάφραση: Hydrochloric acid, hydrochloride, hydrogen chloride
Ελληνικός όρος:
Υλίδιο
Αγγλικός όρος:
Ylide (Ph3P=CRR΄)

Μετάφραση: Ylide (Ph3P=CRR΄)
Ελληνικός όρος:
Υλικά ανοιχτά
Αγγλικός όρος:
Open materials

Μετάφραση: Open materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά απολίπανσης
Αγγλικός όρος:
Degreasing agents

Μετάφραση: Degreasing agents
Ελληνικός όρος:
Υλικά δομικών κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Construction materials

Μετάφραση: Construction materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά και μέθοδοι
Αγγλικός όρος:
Materials and methods

Μετάφραση: Materials and methods
Ελληνικός όρος:
Υλικά οικοδομών
Αγγλικός όρος:
Building materials

Μετάφραση: Building materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά συσκευασίας
Αγγλικός όρος:
Packaging materials

Μετάφραση: Packaging materials
Ελληνικός όρος:
Υλικά συσκευασμένα
Αγγλικός όρος:
Racked materials

Μετάφραση: Racked materials
Ελληνικός όρος:
Υλικό αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference material, RM

Μετάφραση: Reference material, RM
Ελληνικός όρος:
Υλικό δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test material

Μετάφραση: Test material
Ελληνικός όρος:
Υλικό κατάρτισης
Αγγλικός όρος:
Training materials

Μετάφραση: Training materials
Ελληνικός όρος:
Υλικό πλήρωσης
Αγγλικός όρος:
Filler

Μετάφραση: Filler
Ελληνικός όρος:
Υλοποίηση
Αγγλικός όρος:
Implementation, enforcement, application

Μετάφραση: Implementation, enforcement, application
Ελληνικός όρος:
Υπάλληλοι γραφείου
Αγγλικός όρος:
Clerks worker, office workers, white-collar workers

Μετάφραση: Clerks worker, office workers, white-collar workers
Ελληνικός όρος:
Ύπαρξη επικίνδυνων ουσιών
Αγγλικός όρος:
Presence of dangerous substances

Μετάφραση: Presence of dangerous substances
Ελληνικός όρος:
Υπάρχουσα δραστική ουσία
Αγγλικός όρος:
Existing active substance

Μετάφραση: Existing active substance
Ελληνικός όρος:
Υπάρχουσες ουσίες, υφιστάμενες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Existing substances

Μετάφραση: Existing substances
Ελληνικός όρος:
Υπερανθρακικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium percarbonate

Μετάφραση: Sodium percarbonate
Ελληνικός όρος:
Υπερανυψωμένη εξέδρα εργασίας
Αγγλικός όρος:
Elevated work platforms

Μετάφραση: Elevated work platforms
Ελληνικός όρος:
Υπέρβαρος
Αγγλικός όρος:
Overweight

Μετάφραση: Overweight
Ελληνικός όρος:
Υπερβολή (π.χ. μαθηματική καμπύλη)
Αγγλικός όρος:
Hyperbola

Μετάφραση: Hyperbola
Ελληνικός όρος:
Υπερβολικός φόρτος εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work overload

Μετάφραση: Work overload
Ελληνικός όρος:
Υπεργολαβική εργασία
Αγγλικός όρος:
Subcontracted work

Μετάφραση: Subcontracted work
Ελληνικός όρος:
Υπεργολάβος
Αγγλικός όρος:
Subcontractor

Μετάφραση: Subcontractor
Ελληνικός όρος:
Υπερεργασία
Αγγλικός όρος:
Overtime

Μετάφραση: Overtime
Ελληνικός όρος:
Υπερευαισθησία
Αγγλικός όρος:
Hypersensitivity

Μετάφραση: Hypersensitivity
Ελληνικός όρος:
Υπέρηχος
Αγγλικός όρος:
Ultra sound

Μετάφραση: Ultra sound
Ελληνικός όρος:
Υπερθειικά άλατα
Αγγλικός όρος:
Persulfates

Μετάφραση: Persulfates
Ελληνικός όρος:
Υπερθειικό αµµώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium persulfate, APS

Μετάφραση: Ammonium persulfate, APS
Ελληνικός όρος:
Υπερθερμία
Αγγλικός όρος:
Hyperthermia

Μετάφραση: Hyperthermia
Ελληνικός όρος:
Υπερίτης
Αγγλικός όρος:
Yperite

Μετάφραση: Yperite
Ελληνικός όρος:
Υπεριώδες φώς
Αγγλικός όρος:
Ultra violet light (UV)

Μετάφραση: Ultra violet light (UV)
Ελληνικός όρος:
Υπεριώδης ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Ultraviolet radiation

Μετάφραση: Ultraviolet radiation

Ακολουθήστε μας