Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 3673 - 3708 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Εργολάβος
Αγγλικός όρος:
Contractor
Μετάφραση:
Contractor
Ελληνικός όρος:
Εργονομία
Αγγλικός όρος:
Ergonomics
Μετάφραση:
Ergonomics
Ελληνικός όρος:
Εργονομία θερμικού περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Ergonomics of the thermal environment
Μετάφραση:
Ergonomics of the thermal environment
Ελληνικός όρος:
Εργονομικοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Ergonomic hazards
Μετάφραση:
Ergonomic hazards
Ελληνικός όρος:
Εργονομικοί παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Ergonomic factors
Μετάφραση:
Ergonomic factors
Ελληνικός όρος:
Εργονομικός
Αγγλικός όρος:
Ergonomical
Μετάφραση:
Ergonomical
Ελληνικός όρος:
Εργονόμος
Αγγλικός όρος:
Ergonomist
Μετάφραση:
Ergonomist
Ελληνικός όρος:
Εργοστάσια χημικών
Αγγλικός όρος:
Chemical plants
Μετάφραση:
Chemical plants
Ελληνικός όρος:
Εργοστάσιο
Αγγλικός όρος:
Factory
Μετάφραση:
Factory
Ελληνικός όρος:
Εργοστερόλη
Αγγλικός όρος:
Ergosterol
Μετάφραση:
Ergosterol
Ελληνικός όρος:
Εργοτάξιο
Αγγλικός όρος:
Construction site
Μετάφραση:
Construction site
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμοί του επιπεφυκότος λόγω έκθεσης σε υπεριώδεις ακτινοβολίες
Αγγλικός όρος:
Conjunctival ailments following exposure to ultraviolet radiation
Μετάφραση:
Conjunctival ailments following exposure to ultraviolet radiation
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός
Αγγλικός όρος:
Irritation
Μετάφραση:
Irritation
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός της αναπνευστικής οδού
Αγγλικός όρος:
Respiratory tract irritation (RTI)
Μετάφραση:
Respiratory tract irritation (RTI)
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Skin irritation
Μετάφραση:
Skin irritation
Ελληνικός όρος:
Ερεθισμός των οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye irritation
Μετάφραση:
Eye irritation
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστικές ουσίες
Αγγλικός όρος:
Irritating substances (Xi)
Μετάφραση:
Irritating substances (Xi)
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστική δερματίτιδα
Αγγλικός όρος:
Irritant contact dermatitis
Μετάφραση:
Irritant contact dermatitis
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστικό
Αγγλικός όρος:
Irritant
Μετάφραση:
Irritant
Ελληνικός όρος:
Ερεθιστικό για τους οφθαλμούς
Αγγλικός όρος:
Eye irritation
Μετάφραση:
Eye irritation
Ελληνικός όρος:
Έρευνα (π.χ. ατυχήματος)
Αγγλικός όρος:
Investigation
Μετάφραση:
Investigation
Ελληνικός όρος:
Έρευνα και ανάπτυξη προϊόντων και διαδικασιών παρασκευής
Αγγλικός όρος:
Product and Process Orientated Research and Development, PPORD
Μετάφραση:
Product and Process Orientated Research and Development, PPORD
Ελληνικός όρος:
Έρευνα στον τομέα της ΕΑΥ
Αγγλικός όρος:
OSH research
Μετάφραση:
OSH research
Ελληνικός όρος:
Έρευνες παρέμβασης
Αγγλικός όρος:
Intervention studies
Μετάφραση:
Intervention studies
Ελληνικός όρος:
Ερευνητής
Αγγλικός όρος:
Researcher
Μετάφραση:
Researcher
Ελληνικός όρος:
Ερμηνεία
Αγγλικός όρος:
Interpretation
Μετάφραση:
Interpretation
Ελληνικός όρος:
Ερμηνεία των αποτελεσμάτων
Αγγλικός όρος:
Interpretation of results
Μετάφραση:
Interpretation of results
Ελληνικός όρος:
Ερμηνευτικό έγγραφο
Αγγλικός όρος:
Interpretive document
Μετάφραση:
Interpretive document
Ελληνικός όρος:
Ερμητικά κλειστή δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Hermetically closed tank
Μετάφραση:
Hermetically closed tank
Ελληνικός όρος:
Ερμητικά κλειστό
Αγγλικός όρος:
Hermetically closed, tightly closed
Μετάφραση:
Hermetically closed, tightly closed
Ελληνικός όρος:
Ερπυσμός
Αγγλικός όρος:
Creeping
Μετάφραση:
Creeping
Ελληνικός όρος:
Ερπυστριοφόροι προωθητές
Αγγλικός όρος:
Tractor-dozers
Μετάφραση:
Tractor-dozers
Ελληνικός όρος:
Ερύθημα
Αγγλικός όρος:
Erythema
Μετάφραση:
Erythema
Ελληνικός όρος:
Ερυθρά ίλυς από την παραγωγή αλουμίνας
Αγγλικός όρος:
Red mud from alumina production
Μετάφραση:
Red mud from alumina production
Ελληνικός όρος:
Ερυθρόζη
Αγγλικός όρος:
Erythrose
Μετάφραση:
Erythrose
Ελληνικός όρος:
Ερυθρότητα
Αγγλικός όρος:
Redness
Μετάφραση:
Redness
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
99
Page
100
Page
101
Page
102
Τρέχουσα σελίδα
103
Page
104
Page
105
Page
106
Page
107
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »