Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 3997 - 4032 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρος
Αγγλικός όρος:
Lethal
Μετάφραση:
Lethal
Ελληνικός όρος:
Θειαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Thiazole
Μετάφραση:
Thiazole
Ελληνικός όρος:
Θειαμίνη ή βιταμίνη Β1
Αγγλικός όρος:
Thiamine or vitamin B1
Μετάφραση:
Thiamine or vitamin B1
Ελληνικός όρος:
Θειικά
Αγγλικός όρος:
Sulfates
Μετάφραση:
Sulfates
Ελληνικός όρος:
Θειϊκή ατροπίνη
Αγγλικός όρος:
Atropine sulfate
Μετάφραση:
Atropine sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειϊκό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium sulfate
Μετάφραση:
Ammonium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium sulphate
Μετάφραση:
Aluminium sulphate
Ελληνικός όρος:
Θειικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium sulfate
Μετάφραση:
Calcium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium sulfate
Μετάφραση:
Barium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron sulfate
Μετάφραση:
Boron sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό διμεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl sulfate
Μετάφραση:
Dimethyl sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium sulphate
Μετάφραση:
Cadmium sulphate
Ελληνικός όρος:
Θειικό λίθιο
Αγγλικός όρος:
Lithium sulfate
Μετάφραση:
Lithium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese sulfate
Μετάφραση:
Manganese sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό μαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Magnesium sulfate
Μετάφραση:
Magnesium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Sulfuric acid, vitriol
Μετάφραση:
Sulfuric acid, vitriol
Ελληνικός όρος:
Θειικό χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium sulfate
Μετάφραση:
Chromium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικός ανυδρίτης
Αγγλικός όρος:
Sulfuric anhydride
Μετάφραση:
Sulfuric anhydride
Ελληνικός όρος:
Θειικός διαιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Diethyl sulphate
Μετάφραση:
Diethyl sulphate
Ελληνικός όρος:
Θειικός διμεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dimethyl sulfate
Μετάφραση:
Dimethyl sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικός χαλκός ή γαλαζόπετρα
Αγγλικός όρος:
Copper sulphate, vitriol blue
Μετάφραση:
Copper sulphate, vitriol blue
Ελληνικός όρος:
Θειικός ψευδάργυρος
Αγγλικός όρος:
Zinc sulphate
Μετάφραση:
Zinc sulphate
Ελληνικός όρος:
Θεικό βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium sulphate
Μετάφραση:
Beryllium sulphate
Ελληνικός όρος:
Θείο ή σουλφούριο
Αγγλικός όρος:
Sulfur (S)
Μετάφραση:
Sulfur (S)
Ελληνικός όρος:
Θειοαιθέρας ή σουλφίδιο
Αγγλικός όρος:
Thioether or sulfide
Μετάφραση:
Thioether or sulfide
Ελληνικός όρος:
Θειοαιθέρες
Αγγλικός όρος:
Thioethers
Μετάφραση:
Thioethers
Ελληνικός όρος:
Θειοαλκοόλες
Αγγλικός όρος:
Thioalcohols
Μετάφραση:
Thioalcohols
Ελληνικός όρος:
Θειογλυκολικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Thioglycolic acid
Μετάφραση:
Thioglycolic acid
Ελληνικός όρος:
Θειοδις(6-τριτοταγές βουτυλο-m-κρεσόλη) 4,4-
Αγγλικός όρος:
4,4-thiobis(6-tert-butyl-m-cresol)
Μετάφραση:
4,4-thiobis(6-tert-butyl-m-cresol)
Ελληνικός όρος:
Θειόλες
Αγγλικός όρος:
Thiols, mercaptans
Μετάφραση:
Thiols, mercaptans
Ελληνικός όρος:
Θειονυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Thionyl chloride
Μετάφραση:
Thionyl chloride
Ελληνικός όρος:
Θειοπροπάνιο 2-
Αγγλικός όρος:
Dimethyl sulphide, 2-thiopropane
Μετάφραση:
Dimethyl sulphide, 2-thiopropane
Ελληνικός όρος:
Θειουρία
Αγγλικός όρος:
Thiourea
Μετάφραση:
Thiourea
Ελληνικός όρος:
Θειούχο βάριο ή μελανή τέφρα
Αγγλικός όρος:
Barium sulphide, black ash
Μετάφραση:
Barium sulphide, black ash
Ελληνικός όρος:
Θειούχο διμεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl sulphide, 2-thiopropane
Μετάφραση:
Dimethyl sulphide, 2-thiopropane
Ελληνικός όρος:
Θειούχο κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium sulphide
Μετάφραση:
Cadmium sulphide
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
108
Page
109
Page
110
Page
111
Τρέχουσα σελίδα
112
Page
113
Page
114
Page
115
Page
116
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »