Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4033 - 4068 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Θειούχο υδρογόνο
Αγγλικός όρος:
Hydrogen sulfide, hydrosulfuric acid
Μετάφραση:
Hydrogen sulfide, hydrosulfuric acid
Ελληνικός όρος:
Θειούχος αιθοξυ-4-νιτροφαινοξυ φαινυλοφωσφίνη ή αιθοξυ-4-νιτροφαινοξυ θειοφαινυλοφωσφίνη
Αγγλικός όρος:
Ethoxy-4-nitrophenoxy-phenylphosphine sulphide, EPN
Μετάφραση:
Ethoxy-4-nitrophenoxy-phenylphosphine sulphide, EPN
Ελληνικός όρος:
Θειούχος μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead sulfide
Μετάφραση:
Lead sulfide
Ελληνικός όρος:
Θειοφαίνιο
Αγγλικός όρος:
Thiopene, thiphene
Μετάφραση:
Thiopene, thiphene
Ελληνικός όρος:
Θειοφαινόλες
Αγγλικός όρος:
Thiophenols
Μετάφραση:
Thiophenols
Ελληνικός όρος:
Θειράμ ή θειώδες τετραμεθυλοδιουράνιο
Αγγλικός όρος:
Thiram, tetramethyldiurane sulfite, tetrathiuram disulphide, TMTD
Μετάφραση:
Thiram, tetramethyldiurane sulfite, tetrathiuram disulphide, TMTD
Ελληνικός όρος:
Θειώδες ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calsium sulfite
Μετάφραση:
Calsium sulfite
Ελληνικός όρος:
Θειώδες οξύ
Αγγλικός όρος:
Sulphurous acid (H2SO3)
Μετάφραση:
Sulphurous acid (H2SO3)
Ελληνικός όρος:
Θειώδες οξύ αλκυλοβενζολίου
Αγγλικός όρος:
Alkylbenzene sulphonic acid
Μετάφραση:
Alkylbenzene sulphonic acid
Ελληνικός όρος:
Θεματικά κέντρα (του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Υγεία και την Ασφάλεια)
Αγγλικός όρος:
Topic Centres (TC)
Μετάφραση:
Topic Centres (TC)
Ελληνικός όρος:
Θεμελίωση
Αγγλικός όρος:
Foundation
Μετάφραση:
Foundation
Ελληνικός όρος:
Θεοφυλλίνη
Αγγλικός όρος:
Theophylline
Μετάφραση:
Theophylline
Ελληνικός όρος:
Θεραπεία
Αγγλικός όρος:
Treatment or therapy
Μετάφραση:
Treatment or therapy
Ελληνικός όρος:
Θεραπευτική αποτυχία
Αγγλικός όρος:
Treatment failure
Μετάφραση:
Treatment failure
Ελληνικός όρος:
Θέρμανση
Αγγλικός όρος:
Heating
Μετάφραση:
Heating
Ελληνικός όρος:
Θερμαντήρας καύσης
Αγγλικός όρος:
Combustion heater
Μετάφραση:
Combustion heater
Ελληνικός όρος:
Θερμαντική πλάκα
Αγγλικός όρος:
Hot plate
Μετάφραση:
Hot plate
Ελληνικός όρος:
Θερμή εργασία
Αγγλικός όρος:
Hot work
Μετάφραση:
Hot work
Ελληνικός όρος:
Θερμική αγωγιμότητα
Αγγλικός όρος:
Thermal conductivity
Μετάφραση:
Thermal conductivity
Ελληνικός όρος:
Θερμική ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Thermal radiation
Μετάφραση:
Thermal radiation
Ελληνικός όρος:
Θερμική άνεση
Αγγλικός όρος:
Thermal comfort
Μετάφραση:
Thermal comfort
Ελληνικός όρος:
Θερμική αντίσταση
Αγγλικός όρος:
Thermal resistance
Μετάφραση:
Thermal resistance
Ελληνικός όρος:
Θερμική διάσπαση
Αγγλικός όρος:
Thermal cracking
Μετάφραση:
Thermal cracking
Ελληνικός όρος:
Θερμική καταπόνηση
Αγγλικός όρος:
Heat stress, thermal stress
Μετάφραση:
Heat stress, thermal stress
Ελληνικός όρος:
Θερμική κατεργασία
Αγγλικός όρος:
Heat treatment
Μετάφραση:
Heat treatment
Ελληνικός όρος:
Θερμική κοπή
Αγγλικός όρος:
Thermal cutting
Μετάφραση:
Thermal cutting
Ελληνικός όρος:
Θερμική μόνωση ή θερμομόνωση
Αγγλικός όρος:
Thermal insulation
Μετάφραση:
Thermal insulation
Ελληνικός όρος:
Θερμική προστασία κατά τη λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Thermal protection in operation
Μετάφραση:
Thermal protection in operation
Ελληνικός όρος:
Θερμικό περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Thermal enviroment
Μετάφραση:
Thermal enviroment
Ελληνικός όρος:
Θερμικός κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Thermal hazard
Μετάφραση:
Thermal hazard
Ελληνικός όρος:
Θερμοδυναμική θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Thermodynamic temperature
Μετάφραση:
Thermodynamic temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοευαίσθητες κόλλες
Αγγλικός όρος:
Heat sensitive adhesives
Μετάφραση:
Heat sensitive adhesives
Ελληνικός όρος:
Θερμοευαίσθητοι ανιχνευτές
Αγγλικός όρος:
Heat-sensitive detectors
Μετάφραση:
Heat-sensitive detectors
Ελληνικός όρος:
Θερμοκήπιο
Αγγλικός όρος:
Greenhouse
Μετάφραση:
Greenhouse
Ελληνικός όρος:
Θερμοκόλληση πλαστικού
Αγγλικός όρος:
Hot plastic welding
Μετάφραση:
Hot plastic welding
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία
Αγγλικός όρος:
Temperature
Μετάφραση:
Temperature
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
109
Page
110
Page
111
Page
112
Τρέχουσα σελίδα
113
Page
114
Page
115
Page
116
Page
117
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »