Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4069 - 4104 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία ανάφλεξης
Αγγλικός όρος:
Ignition temperature
Μετάφραση:
Ignition temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία αυτό-επιταχυνόμενης διάσπασης
Αγγλικός όρος:
Self- accelerating decomposition temperature (SADT)
Μετάφραση:
Self- accelerating decomposition temperature (SADT)
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία δωματίου
Αγγλικός όρος:
Room temperature
Μετάφραση:
Room temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Control temperature
Μετάφραση:
Control temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία επιφάνειας
Αγγλικός όρος:
Surface temperature
Μετάφραση:
Surface temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία κινδύνου
Αγγλικός όρος:
Emergency temperature
Μετάφραση:
Emergency temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία περιβάλλοντος στην εξωτερική πλευρά
Αγγλικός όρος:
External ambient temperature
Μετάφραση:
External ambient temperature
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία της αυτοεπιταχυνόμενης αποσύνθεσης
Αγγλικός όρος:
Self-accelerating decomposition temperature (SADT)
Μετάφραση:
Self-accelerating decomposition temperature (SADT)
Ελληνικός όρος:
Θερμοκρασία υγρού σφαιρικού θερμομέτρου
Αγγλικός όρος:
Wet bulb globe temperature (WBGT)
Μετάφραση:
Wet bulb globe temperature (WBGT)
Ελληνικός όρος:
Θερμόμετρο αντίστασης
Αγγλικός όρος:
Bolometer
Μετάφραση:
Bolometer
Ελληνικός όρος:
Θερμομόνωση
Αγγλικός όρος:
Thermal insulation
Μετάφραση:
Thermal insulation
Ελληνικός όρος:
Θερμοπληξία
Αγγλικός όρος:
Heat stroke
Μετάφραση:
Heat stroke
Ελληνικός όρος:
Θερμοσταθερότητα
Αγγλικός όρος:
Thermal stability
Μετάφραση:
Thermal stability
Ελληνικός όρος:
Θερμοσυσσωμάτωση
Αγγλικός όρος:
Sintering
Μετάφραση:
Sintering
Ελληνικός όρος:
Θερμότηκτες κόλλες
Αγγλικός όρος:
Hot melt adhesives
Μετάφραση:
Hot melt adhesives
Ελληνικός όρος:
Θερμότητα
Αγγλικός όρος:
Heat
Μετάφραση:
Heat
Ελληνικός όρος:
Θερμότητα με ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Radian heat
Μετάφραση:
Radian heat
Ελληνικός όρος:
Θερμόφιλα
Αγγλικός όρος:
Thermophiles
Μετάφραση:
Thermophiles
Ελληνικός όρος:
Θερμοχωρητικότητα
Αγγλικός όρος:
Heat capacity
Μετάφραση:
Heat capacity
Ελληνικός όρος:
Θερμοψεκασμός
Αγγλικός όρος:
Thermospray
Μετάφραση:
Thermospray
Ελληνικός όρος:
Θέση εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work position, work station
Μετάφραση:
Work position, work station
Ελληνικός όρος:
Θεωρητική τιμή
Αγγλικός όρος:
Theoretical value
Μετάφραση:
Theoretical value
Ελληνικός όρος:
Θεωρητικό υπόβαθρο
Αγγλικός όρος:
Theoretical background
Μετάφραση:
Theoretical background
Ελληνικός όρος:
Θεωρία πολλαπλών αιτιών
Αγγλικός όρος:
Multiple causation theory
Μετάφραση:
Multiple causation theory
Ελληνικός όρος:
Θεωρία της ανισομερούς αρχικής προδιάθεσης
Αγγλικός όρος:
Unequal initial liability theory
Μετάφραση:
Unequal initial liability theory
Ελληνικός όρος:
Θεωρία των πλακών
Αγγλικός όρος:
Plate theory
Μετάφραση:
Plate theory
Ελληνικός όρος:
Θηλάζουσες μητέρες
Αγγλικός όρος:
Nursing mothers
Μετάφραση:
Nursing mothers
Ελληνικός όρος:
Θηλυκός
Αγγλικός όρος:
Female
Μετάφραση:
Female
Ελληνικός όρος:
Θλιπτική αντοχή
Αγγλικός όρος:
Compressive strength
Μετάφραση:
Compressive strength
Ελληνικός όρος:
Θλιπτικός ερπυσμός
Αγγλικός όρος:
Compressive creep
Μετάφραση:
Compressive creep
Ελληνικός όρος:
Θνησιμότητα
Αγγλικός όρος:
Mortality
Μετάφραση:
Mortality
Ελληνικός όρος:
Θνητότητα
Αγγλικός όρος:
Fatality
Μετάφραση:
Fatality
Ελληνικός όρος:
Θολότητα
Αγγλικός όρος:
Turbidity
Μετάφραση:
Turbidity
Ελληνικός όρος:
Θόριο
Αγγλικός όρος:
Thorium (Th)
Μετάφραση:
Thorium (Th)
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος
Αγγλικός όρος:
Noise
Μετάφραση:
Noise
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος βάθους
Αγγλικός όρος:
Background noise
Μετάφραση:
Background noise
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
110
Page
111
Page
112
Page
113
Τρέχουσα σελίδα
114
Page
115
Page
116
Page
117
Page
118
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »