Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4105 - 4140 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Θόρυβος επικάλυψης περιορισμένου φάσματος
Αγγλικός όρος:
Narrow-band masking noise
Μετάφραση:
Narrow-band masking noise
Ελληνικός όρος:
Θούλιο
Αγγλικός όρος:
Thulium (Tm)
Μετάφραση:
Thulium (Tm)
Ελληνικός όρος:
Θραύση
Αγγλικός όρος:
Rupture, crushing
Μετάφραση:
Rupture, crushing
Ελληνικός όρος:
Θραύση οδών σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Crushing of concrete roadway
Μετάφραση:
Crushing of concrete roadway
Ελληνικός όρος:
Θραύσμα
Αγγλικός όρος:
Fragment chip
Μετάφραση:
Fragment chip
Ελληνικός όρος:
Θραύσματα
Αγγλικός όρος:
Fragments
Μετάφραση:
Fragments
Ελληνικός όρος:
Θραύστες πεζοδρομίου
Αγγλικός όρος:
Pavement breakers
Μετάφραση:
Pavement breakers
Ελληνικός όρος:
Θραυστήρες σκυροδέματος
Αγγλικός όρος:
Concrete breakers
Μετάφραση:
Concrete breakers
Ελληνικός όρος:
Θρεόζη
Αγγλικός όρος:
Threose (C4H8O4)
Μετάφραση:
Threose (C4H8O4)
Ελληνικός όρος:
Θρεονίνη
Αγγλικός όρος:
Threonine (Thr, T)
Μετάφραση:
Threonine (Thr, T)
Ελληνικός όρος:
Θρεπτικό άγαρ
Αγγλικός όρος:
Nutrient agar
Μετάφραση:
Nutrient agar
Ελληνικός όρος:
Θρόμβος (π.χ. αίμα)
Αγγλικός όρος:
Clot
Μετάφραση:
Clot
Ελληνικός όρος:
Θρόμβωση
Αγγλικός όρος:
Thrombosis
Μετάφραση:
Thrombosis
Ελληνικός όρος:
Θρυπτοφάνη
Αγγλικός όρος:
Tryptophane (Trp, W)
Μετάφραση:
Tryptophane (Trp, W)
Ελληνικός όρος:
Θυγατρική εταιρεία
Αγγλικός όρος:
Daughter company or subsidiary
Μετάφραση:
Daughter company or subsidiary
Ελληνικός όρος:
Θυλακίτιδα του ώμου
Αγγλικός όρος:
Shoulder bursitis
Μετάφραση:
Shoulder bursitis
Ελληνικός όρος:
Θύμα
Αγγλικός όρος:
Victim
Μετάφραση:
Victim
Ελληνικός όρος:
Θυμίνη
Αγγλικός όρος:
Thymine (Thy, T)
Μετάφραση:
Thymine (Thy, T)
Ελληνικός όρος:
Θυμόλη ή έλαιο του θύμου και της μέντας ή 3-υδροξυ-p-κυμένιο
Αγγλικός όρος:
Thymol or oil of thyme and mint or 3-hydroxy-p-cymene
Μετάφραση:
Thymol or oil of thyme and mint or 3-hydroxy-p-cymene
Ελληνικός όρος:
Θυρεοειδής
Αγγλικός όρος:
Thyroid
Μετάφραση:
Thyroid
Ελληνικός όρος:
Θυρογλουβουλίνη ή θυροσφαιρίνη
Αγγλικός όρος:
Thyroglobulin
Μετάφραση:
Thyroglobulin
Ελληνικός όρος:
Θώρακας
Αγγλικός όρος:
Thorax
Μετάφραση:
Thorax
Ελληνικός όρος:
Θωρακικός
Αγγλικός όρος:
Thoracic
Μετάφραση:
Thoracic
Ελληνικός όρος:
Θωράκιση
Αγγλικός όρος:
Screen
Μετάφραση:
Screen
Ελληνικός όρος:
Ιαπωνική Βιομηχανική Επιτροπή Προτύπων
Αγγλικός όρος:
Japanese Industrial Standards Committee
Μετάφραση:
Japanese Industrial Standards Committee
Ελληνικός όρος:
Ιατρικά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Medical wastes
Μετάφραση:
Medical wastes
Ελληνικός όρος:
Ιατρικά γάντια
Αγγλικός όρος:
Medical gloves
Μετάφραση:
Medical gloves
Ελληνικός όρος:
Ιατρική
Αγγλικός όρος:
Medicine
Μετάφραση:
Medicine
Ελληνικός όρος:
Ιατρική διάγνωση
Αγγλικός όρος:
Medical diagnosis
Μετάφραση:
Medical diagnosis
Ελληνικός όρος:
Ιατρική διαδικασία
Αγγλικός όρος:
Medical procedure
Μετάφραση:
Medical procedure
Ελληνικός όρος:
Ιατρική εξέταση
Αγγλικός όρος:
Medical examination
Μετάφραση:
Medical examination
Ελληνικός όρος:
Ιατρική επίσκεψη
Αγγλικός όρος:
Medical consultation
Μετάφραση:
Medical consultation
Ελληνικός όρος:
Ιατρική έρευνα
Αγγλικός όρος:
Medical survey
Μετάφραση:
Medical survey
Ελληνικός όρος:
Ιατρική περίθαλψη
Αγγλικός όρος:
Medical treatment
Μετάφραση:
Medical treatment
Ελληνικός όρος:
Ιατρική συμβουλή
Αγγλικός όρος:
Medical advice
Μετάφραση:
Medical advice
Ελληνικός όρος:
Ιατρική της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Occupational medicine
Μετάφραση:
Occupational medicine
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
111
Page
112
Page
113
Page
114
Τρέχουσα σελίδα
115
Page
116
Page
117
Page
118
Page
119
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »