Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4177 - 4212 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ινδικό
Αγγλικός όρος:
Indigo
Μετάφραση:
Indigo
Ελληνικός όρος:
Ίνδιο
Αγγλικός όρος:
Indium (In)
Μετάφραση:
Indium (In)
Ελληνικός όρος:
Ινδολοκαρβοξαλδεΰδη
Αγγλικός όρος:
Indolecarboxaldehyde
Μετάφραση:
Indolecarboxaldehyde
Ελληνικός όρος:
Ινδολυλοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Indolylacetic acid
Μετάφραση:
Indolylacetic acid
Ελληνικός όρος:
Ινδοξύλιο
Αγγλικός όρος:
Indoxyl
Μετάφραση:
Indoxyl
Ελληνικός όρος:
Ίνες αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Asbestos fibres
Μετάφραση:
Asbestos fibres
Ελληνικός όρος:
Ινίδιο
Αγγλικός όρος:
Fibril
Μετάφραση:
Fibril
Ελληνικός όρος:
Ινοβλάστης
Αγγλικός όρος:
Fibroblast
Μετάφραση:
Fibroblast
Ελληνικός όρος:
Ινογόνοι παράγοντες
Αγγλικός όρος:
Fibrogenic agents
Μετάφραση:
Fibrogenic agents
Ελληνικός όρος:
Ινοσανίδες
Αγγλικός όρος:
Fireboard
Μετάφραση:
Fireboard
Ελληνικός όρος:
Ινσουλίνη
Αγγλικός όρος:
Insulin
Μετάφραση:
Insulin
Ελληνικός όρος:
Ινστιτούτο Βρετανικών Προτύπων
Αγγλικός όρος:
British Standards Institution, BSI
Μετάφραση:
British Standards Institution, BSI
Ελληνικός όρος:
Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ
Αγγλικός όρος:
Institute of Labour - GSEE
Μετάφραση:
Institute of Labour - GSEE
Ελληνικός όρος:
Ινστιτούτο Ηλεκτρολόγων και Ηλεκτρονικών Μηχανικών (ΗΠΑ)
Αγγλικός όρος:
Institute of Electrical and Electronic Engineers (USA)
Μετάφραση:
Institute of Electrical and Electronic Engineers (USA)
Ελληνικός όρος:
Ινστιτούτο Μελετών για Θέματα Ασφαλείας, με έδρα το Παρίσι, (Γαλλία)
Αγγλικός όρος:
European Union Institute for Security Studies, Paris (France) (EUISS)
Μετάφραση:
European Union Institute for Security Studies, Paris (France) (EUISS)
Ελληνικός όρος:
Ινώδης πρωτεΐνη
Αγγλικός όρος:
Fibrous protein
Μετάφραση:
Fibrous protein
Ελληνικός όρος:
Ινωδογόνο
Αγγλικός όρος:
Fibrinogen
Μετάφραση:
Fibrinogen
Ελληνικός όρος:
Ινώσεις του υπεζωκότος, με περιορισμό της αναπνευστικής λειτουργίας, προκαλούμενες από τον αμίαντο
Αγγλικός όρος:
Fibrotic diseases of the pleura, with respiratory restriction, caused by asbestos
Μετάφραση:
Fibrotic diseases of the pleura, with respiratory restriction, caused by asbestos
Ελληνικός όρος:
Ίνωση
Αγγλικός όρος:
Fibrosis
Μετάφραση:
Fibrosis
Ελληνικός όρος:
Ιξώδες
Αγγλικός όρος:
Viscosity
Μετάφραση:
Viscosity
Ελληνικός όρος:
Ιογενής αιμορραγικός πυρετός
Αγγλικός όρος:
Viral haemorrhagic fever
Μετάφραση:
Viral haemorrhagic fever
Ελληνικός όρος:
Ιογενής ηπατίτιδα
Αγγλικός όρος:
Viral hepatitis
Μετάφραση:
Viral hepatitis
Ελληνικός όρος:
Ιον ακυλίου
Αγγλικός όρος:
Acylium ion
Μετάφραση:
Acylium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν ιμινίου
Αγγλικός όρος:
Iminium ion
Μετάφραση:
Iminium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν οξωνίου
Αγγλικός όρος:
Oxonium ion
Μετάφραση:
Oxonium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν υδρονίου
Αγγλικός όρος:
Hydronium ion
Μετάφραση:
Hydronium ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν υδροξυλίου
Αγγλικός όρος:
Hydroxide ion
Μετάφραση:
Hydroxide ion
Ελληνικός όρος:
Ιόν υδροξωνίου
Αγγλικός όρος:
Hydronium ion
Μετάφραση:
Hydronium ion
Ελληνικός όρος:
Ιονισμός
Αγγλικός όρος:
Ionisation, ionization
Μετάφραση:
Ionisation, ionization
Ελληνικός όρος:
Ιονισμός (μορίου) με σύγκρουση με ηλεκτρόνιο
Αγγλικός όρος:
Electronic impact ionisation
Μετάφραση:
Electronic impact ionisation
Ελληνικός όρος:
Ιοντίζουσα ακτινοβολία
Αγγλικός όρος:
Ionizing radiation
Μετάφραση:
Ionizing radiation
Ελληνικός όρος:
Ιοντική χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Ion chromatography (IC)
Μετάφραση:
Ion chromatography (IC)
Ελληνικός όρος:
Ιοντισμός
Αγγλικός όρος:
Ionisation, ionization
Μετάφραση:
Ionisation, ionization
Ελληνικός όρος:
Ιοντοανταλλάκτες
Αγγλικός όρος:
Ion exchangers
Μετάφραση:
Ion exchangers
Ελληνικός όρος:
Ιός
Αγγλικός όρος:
Virus
Μετάφραση:
Virus
Ελληνικός όρος:
Ιπποδύναμη
Αγγλικός όρος:
Horsepower
Μετάφραση:
Horsepower
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
113
Page
114
Page
115
Page
116
Τρέχουσα σελίδα
117
Page
118
Page
119
Page
120
Page
121
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »