Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4285 - 4320 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ισορροπία
Αγγλικός όρος:
Equilibrium
Μετάφραση:
Equilibrium
Ελληνικός όρος:
Ισορροπία μάζας
Αγγλικός όρος:
Mass balance
Μετάφραση:
Mass balance
Ελληνικός όρος:
Ισότητα
Αγγλικός όρος:
Equality
Μετάφραση:
Equality
Ελληνικός όρος:
Ισότοπο
Αγγλικός όρος:
Isotope
Μετάφραση:
Isotope
Ελληνικός όρος:
Ισοτρεαλόζη
Αγγλικός όρος:
Isotrehalose
Μετάφραση:
Isotrehalose
Ελληνικός όρος:
Ισοφθαλικό οξύ ή m-φθαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Isophthalic acid or m-phthalic acid
Μετάφραση:
Isophthalic acid or m-phthalic acid
Ελληνικός όρος:
Ισοφορόνη ή 3,5,5-τριμεθυλο-3-κυκλοεξεν-5-όνη ή 3,5,5-τριμεθυλο-2-κυκλοεξεν-1-όνη
Αγγλικός όρος:
Isophorone, 3,5,5-trimethyl-3-cyclohexene-5-one, 3,5,5-trimethyl-2-cyclohexene-1-one
Μετάφραση:
Isophorone, 3,5,5-trimethyl-3-cyclohexene-5-one, 3,5,5-trimethyl-2-cyclohexene-1-one
Ελληνικός όρος:
Ισοφορονοδιαμίνη
Αγγλικός όρος:
Isophoronediamine, IPD
Μετάφραση:
Isophoronediamine, IPD
Ελληνικός όρος:
Ισταμίνη
Αγγλικός όρος:
Histamine
Μετάφραση:
Histamine
Ελληνικός όρος:
Ιστιδίνη
Αγγλικός όρος:
Histidine, His, H
Μετάφραση:
Histidine, His, H
Ελληνικός όρος:
Ιστόγραμμα
Αγγλικός όρος:
Histogram
Μετάφραση:
Histogram
Ελληνικός όρος:
Ιστός
Αγγλικός όρος:
Mast
Μετάφραση:
Mast
Ελληνικός όρος:
Ισχαιμία
Αγγλικός όρος:
Ischemia
Μετάφραση:
Ischemia
Ελληνικός όρος:
Ισχιαλγία
Αγγλικός όρος:
Sciatica
Μετάφραση:
Sciatica
Ελληνικός όρος:
Ισχίο
Αγγλικός όρος:
Hip
Μετάφραση:
Hip
Ελληνικός όρος:
Ισχύς
Αγγλικός όρος:
Power
Μετάφραση:
Power
Ελληνικός όρος:
Ισχύς βάσεων
Αγγλικός όρος:
Base strength
Μετάφραση:
Base strength
Ελληνικός όρος:
Ισχύς έκλουσης
Αγγλικός όρος:
Eluotropic series
Μετάφραση:
Eluotropic series
Ελληνικός όρος:
Ισχύς οξέος
Αγγλικός όρος:
Acid strength
Μετάφραση:
Acid strength
Ελληνικός όρος:
Ιχνηθετημένος
Αγγλικός όρος:
Labeled
Μετάφραση:
Labeled
Ελληνικός όρος:
Ιχνηλασιμότητα
Αγγλικός όρος:
Traceability
Μετάφραση:
Traceability
Ελληνικός όρος:
Ιώδιο
Αγγλικός όρος:
Iodine (I)
Μετάφραση:
Iodine (I)
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium iodide
Μετάφραση:
Aluminium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic iodide
Μετάφραση:
Arsenic iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calsium iodide
Μετάφραση:
Calsium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium iodide
Μετάφραση:
Beryllium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron iodide
Μετάφραση:
Boron iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο ισοπροπύλιο
Αγγλικός όρος:
2-iodopropane, isopropyl iodide
Μετάφραση:
2-iodopropane, isopropyl iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium iodide
Μετάφραση:
Cadmium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt iodine
Μετάφραση:
Cobalt iodine
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο φαινυλοτριμεθυλοαμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Phenyltrimethylammonium iodide
Μετάφραση:
Phenyltrimethylammonium iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχο χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium iodine
Μετάφραση:
Chromium iodine
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχος μόλυβδος
Αγγλικός όρος:
Lead iodide
Μετάφραση:
Lead iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδιούχος χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper iodine
Μετάφραση:
Copper iodine
Ελληνικός όρος:
Ιωδο-2-μεθυλοβουτάνιο 2-
Αγγλικός όρος:
2-iodo-2-methylbutane, tert-pentyl iodide
Μετάφραση:
2-iodo-2-methylbutane, tert-pentyl iodide
Ελληνικός όρος:
Ιωδοαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Iodoethane, ethyl iodid
Μετάφραση:
Iodoethane, ethyl iodid
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
116
Page
117
Page
118
Page
119
Τρέχουσα σελίδα
120
Page
121
Page
122
Page
123
Page
124
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »