Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 4357 - 4392 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Κακώσεις του καρπού
Αγγλικός όρος:
Wrist injuries
Μετάφραση:
Wrist injuries
Ελληνικός όρος:
Κακώσεις των ώμων
Αγγλικός όρος:
Shoulder injuries
Μετάφραση:
Shoulder injuries
Ελληνικός όρος:
Κακώσεις του αγκώνα
Αγγλικός όρος:
Elbow injuries
Μετάφραση:
Elbow injuries
Ελληνικός όρος:
Καλάθι
Αγγλικός όρος:
Crate
Μετάφραση:
Crate
Ελληνικός όρος:
Καλαμποκέλαιο, αραβισιτέλαιο
Αγγλικός όρος:
Corn oil
Μετάφραση:
Corn oil
Ελληνικός όρος:
Καλέστε αμέσως το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό
Αγγλικός όρος:
Immediately call a POISON CENTER or doctor/physician
Μετάφραση:
Immediately call a POISON CENTER or doctor/physician
Ελληνικός όρος:
Καλέστε το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό
Αγγλικός όρος:
Call a POISON CENTER or doctor/physician
Μετάφραση:
Call a POISON CENTER or doctor/physician
Ελληνικός όρος:
Καλέστε το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό, εάν αισθανθείτε αδιαθεσία
Αγγλικός όρος:
Call a POISON CENTER or doctor/physician if you feel unwell
Μετάφραση:
Call a POISON CENTER or doctor/physician if you feel unwell
Ελληνικός όρος:
Καλή εργαστηριακή πρακτική
Αγγλικός όρος:
Good laboratory practice, GLP
Μετάφραση:
Good laboratory practice, GLP
Ελληνικός όρος:
Καλή πρακτική
Αγγλικός όρος:
Good practice
Μετάφραση:
Good practice
Ελληνικός όρος:
Καλή πρακτική μέτρησης
Αγγλικός όρος:
Good measurement practice, GMP
Μετάφραση:
Good measurement practice, GMP
Ελληνικός όρος:
Κάλιο ή ποτάσσιο
Αγγλικός όρος:
Potassium
Μετάφραση:
Potassium
Ελληνικός όρος:
Καλιφόρνιο
Αγγλικός όρος:
Californium, Cf
Μετάφραση:
Californium, Cf
Ελληνικός όρος:
Καλκόνη
Αγγλικός όρος:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Μετάφραση:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Ελληνικός όρος:
Καλλιέργεια
Αγγλικός όρος:
Cultivation, culture
Μετάφραση:
Cultivation, culture
Ελληνικός όρος:
Καλούπι
Αγγλικός όρος:
Mould
Μετάφραση:
Mould
Ελληνικός όρος:
Καλσιφερόλη
Αγγλικός όρος:
Calciferol, ergocalciferol, vitamin D2
Μετάφραση:
Calciferol, ergocalciferol, vitamin D2
Ελληνικός όρος:
Κάλυμμα κεφαλής
Αγγλικός όρος:
Headgear, hood
Μετάφραση:
Headgear, hood
Ελληνικός όρος:
Καλώδια για σταθερές συσκευές
Αγγλικός όρος:
Cable for fixed apparatus
Μετάφραση:
Cable for fixed apparatus
Ελληνικός όρος:
Καλώδια επέκτασης
Αγγλικός όρος:
Extension cords
Μετάφραση:
Extension cords
Ελληνικός όρος:
Καλώδιο
Αγγλικός όρος:
Cable, wire
Μετάφραση:
Cable, wire
Ελληνικός όρος:
Καμιά ενέργεια
Αγγλικός όρος:
Do nothing strategy
Μετάφραση:
Do nothing strategy
Ελληνικός όρος:
Καμπτική αντοχή
Αγγλικός όρος:
Bending strength
Μετάφραση:
Bending strength
Ελληνικός όρος:
Καμπύλες στάθμισης
Αγγλικός όρος:
Weighting curves
Μετάφραση:
Weighting curves
Ελληνικός όρος:
Καμπύλη
Αγγλικός όρος:
Curve
Μετάφραση:
Curve
Ελληνικός όρος:
Καμπύλη βαθμονόμησης
Αγγλικός όρος:
Calibration curve
Μετάφραση:
Calibration curve
Ελληνικός όρος:
Καμπύλη ισχύος
Αγγλικός όρος:
Power curve
Μετάφραση:
Power curve
Ελληνικός όρος:
Καμφένιο
Αγγλικός όρος:
Camphene
Μετάφραση:
Camphene
Ελληνικός όρος:
Καμφορά (συνθετική)
Αγγλικός όρος:
Camphor (synthetic)
Μετάφραση:
Camphor (synthetic)
Ελληνικός όρος:
Κάμψη
Αγγλικός όρος:
Bending
Μετάφραση:
Bending
Ελληνικός όρος:
Καννάβι
Αγγλικός όρος:
Hemp
Μετάφραση:
Hemp
Ελληνικός όρος:
Κάνναβις
Αγγλικός όρος:
Cannabis
Μετάφραση:
Cannabis
Ελληνικός όρος:
Κανόνας
Αγγλικός όρος:
Rule
Μετάφραση:
Rule
Ελληνικός όρος:
Κανόνες επιλογής
Αγγλικός όρος:
Selection rules
Μετάφραση:
Selection rules
Ελληνικός όρος:
Κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης
Αγγλικός όρος:
Normal temperature and pressure, NTP
Μετάφραση:
Normal temperature and pressure, NTP
Ελληνικός όρος:
Κανονική καμπύλη σφαλμάτων
Αγγλικός όρος:
Normal error curve
Μετάφραση:
Normal error curve
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
118
Page
119
Page
120
Page
121
Τρέχουσα σελίδα
122
Page
123
Page
124
Page
125
Page
126
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »