Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 5077 - 5112 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Λογιστική συνάρτηση
Αγγλικός όρος:
Logistic function
Μετάφραση:
Logistic function
Ελληνικός όρος:
Λόγος απόκρισης
Αγγλικός όρος:
Response ratio
Μετάφραση:
Response ratio
Ελληνικός όρος:
Λόγος επαναρροής
Αγγλικός όρος:
Reflex ratio
Μετάφραση:
Reflex ratio
Ελληνικός όρος:
Λόγος μάζας/ φορτίου
Αγγλικός όρος:
Mass/charge ratio (m/z)
Μετάφραση:
Mass/charge ratio (m/z)
Ελληνικός όρος:
Λόγος μέγιστης εσωτερικής επαγωγής και αντίστασης
Αγγλικός όρος:
Maximum internal inductance to resistance ratio
Μετάφραση:
Maximum internal inductance to resistance ratio
Ελληνικός όρος:
Λόγος πλήρωσης
Αγγλικός όρος:
Filling ratio
Μετάφραση:
Filling ratio
Ελληνικός όρος:
Λοιμώδεις ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Infectious diseases
Μετάφραση:
Infectious diseases
Ελληνικός όρος:
Λοιμώδεις ή παρασιτικές ασθένειες που μεταδίδονται στον άνθρωπο από ζώα ή από πτώματα ζώων
Αγγλικός όρος:
Infectious or parasitic diseases transmitted to man by animals or remains of animals
Μετάφραση:
Infectious or parasitic diseases transmitted to man by animals or remains of animals
Ελληνικός όρος:
Λοίμωξη
Αγγλικός όρος:
Infection
Μετάφραση:
Infection
Ελληνικός όρος:
Λοιπές δραστηριότητες
Αγγλικός όρος:
Other activities
Μετάφραση:
Other activities
Ελληνικός όρος:
Λουτιδίνες
Αγγλικός όρος:
Lutidines
Μετάφραση:
Lutidines
Ελληνικός όρος:
Λουτίσιο
Αγγλικός όρος:
Lutecium (Lu)
Μετάφραση:
Lutecium (Lu)
Ελληνικός όρος:
Λουτρά χημικής επεξεργασίας
Αγγλικός όρος:
Baths for chemical processes
Μετάφραση:
Baths for chemical processes
Ελληνικός όρος:
Λύματα
Αγγλικός όρος:
Waste water
Μετάφραση:
Waste water
Ελληνικός όρος:
Λυξόζη
Αγγλικός όρος:
Lyxose
Μετάφραση:
Lyxose
Ελληνικός όρος:
Λυσίνη
Αγγλικός όρος:
Lysine , Lys, K
Μετάφραση:
Lysine , Lys, K
Ελληνικός όρος:
Λωρένσιο
Αγγλικός όρος:
Lawrencium (Lr)
Μετάφραση:
Lawrencium (Lr)
Ελληνικός όρος:
Μεθανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid
Μετάφραση:
Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μαγγανικό
Αγγλικός όρος:
Manganate
Μετάφραση:
Manganate
Ελληνικός όρος:
Μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese (Mn)
Μετάφραση:
Manganese (Mn)
Ελληνικός όρος:
Μαγγανισμός
Αγγλικός όρος:
Manganism
Μετάφραση:
Manganism
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία
Αγγλικός όρος:
Magnesia, magnesium oxide
Μετάφραση:
Magnesia, magnesium oxide
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία έντονης καύσης
Αγγλικός όρος:
Hard-burned magnesia
Μετάφραση:
Hard-burned magnesia
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία ήπιας καύσης
Αγγλικός όρος:
Caustic-calcinated, light-burned magnesia
Μετάφραση:
Caustic-calcinated, light-burned magnesia
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία που αποκτήθηκε με τήξη
Αγγλικός όρος:
Fused magnesia
Μετάφραση:
Fused magnesia
Ελληνικός όρος:
Μαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Magnesium (Mg)
Μετάφραση:
Magnesium (Mg)
Ελληνικός όρος:
Μαγνησίτης
Αγγλικός όρος:
Magnesite
Μετάφραση:
Magnesite
Ελληνικός όρος:
Μαγνήτης
Αγγλικός όρος:
Magnet
Μετάφραση:
Magnet
Ελληνικός όρος:
Μαγνητικά πεδία
Αγγλικός όρος:
Magnetic fields
Μετάφραση:
Magnetic fields
Ελληνικός όρος:
Μαγνητική επαγωγή
Αγγλικός όρος:
Magnetic flux density
Μετάφραση:
Magnetic flux density
Ελληνικός όρος:
Μαγνητικό κύκλωμα
Αγγλικός όρος:
Magnetic circuit
Μετάφραση:
Magnetic circuit
Ελληνικός όρος:
Μαδέρια
Αγγλικός όρος:
Skids
Μετάφραση:
Skids
Ελληνικός όρος:
Μάζα
Αγγλικός όρος:
Mass
Μετάφραση:
Mass
Ελληνικός όρος:
Μάζα κόλου
Αγγλικός όρος:
Mass of package
Μετάφραση:
Mass of package
Ελληνικός όρος:
Μαζέψτε τη χυμένη ποσότητα
Αγγλικός όρος:
Collect spillage
Μετάφραση:
Collect spillage
Ελληνικός όρος:
Μαζούτ
Αγγλικός όρος:
Fuel oil
Μετάφραση:
Fuel oil
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
138
Page
139
Page
140
Page
141
Τρέχουσα σελίδα
142
Page
143
Page
144
Page
145
Page
146
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »