Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6121 - 6156 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ομάδα εισαγωγέων
Αγγλικός όρος:
Group of importers
Μετάφραση:
Group of importers
Ελληνικός όρος:
Ομάδα εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work group (WG)
Μετάφραση:
Work group (WG)
Ελληνικός όρος:
Ομάδα Εργασίας για την Εκτίμηση Τοξικών Χημικών (Η.Β)
Αγγλικός όρος:
Working Group on the Assessment of Toxic Chemicals (UK)
Μετάφραση:
Working Group on the Assessment of Toxic Chemicals (UK)
Ελληνικός όρος:
Ομάδα εργασίας της επιτροπής
Αγγλικός όρος:
Commission working group, CWG
Μετάφραση:
Commission working group, CWG
Ελληνικός όρος:
Ομάδα παρασκευαστών
Αγγλικός όρος:
Group of manufacturers
Μετάφραση:
Group of manufacturers
Ελληνικός όρος:
Ομάδα συσκευασίας
Αγγλικός όρος:
Packing group
Μετάφραση:
Packing group
Ελληνικός όρος:
Ομάδες συσκευών
Αγγλικός όρος:
Equipment group
Μετάφραση:
Equipment group
Ελληνικός όρος:
Ομαδική εργασία
Αγγλικός όρος:
Teamwork, group work
Μετάφραση:
Teamwork, group work
Ελληνικός όρος:
Ομαδική καταχώριση
Αγγλικός όρος:
Collective entry
Μετάφραση:
Collective entry
Ελληνικός όρος:
Ομαδοποίηση
Αγγλικός όρος:
Batching
Μετάφραση:
Batching
Ελληνικός όρος:
Ομαλή ροή
Αγγλικός όρος:
Laminar-flow
Μετάφραση:
Laminar-flow
Ελληνικός όρος:
Ομβρόμετρο
Αγγλικός όρος:
Ombrometer, rain-gauge
Μετάφραση:
Ombrometer, rain-gauge
Ελληνικός όρος:
Ομίχλη
Αγγλικός όρος:
Mist, fog
Μετάφραση:
Mist, fog
Ελληνικός όρος:
Ομίχλη ορυκτελαίων
Αγγλικός όρος:
Mineral oil mist
Μετάφραση:
Mineral oil mist
Ελληνικός όρος:
Ομοιογένεια
Αγγλικός όρος:
Homogeneity
Μετάφραση:
Homogeneity
Ελληνικός όρος:
Ομοιογενής
Αγγλικός όρος:
Homogeneous
Μετάφραση:
Homogeneous
Ελληνικός όρος:
Ομοιομορφία
Αγγλικός όρος:
Uniformity
Μετάφραση:
Uniformity
Ελληνικός όρος:
Ομοιοπολικός
Αγγλικός όρος:
Covalent
Μετάφραση:
Covalent
Ελληνικός όρος:
Ομοιώματα κεφαλής
Αγγλικός όρος:
Headforms
Μετάφραση:
Headforms
Ελληνικός όρος:
Ομόλογα του βενζολίου
Αγγλικός όρος:
Counterparts of benzene
Μετάφραση:
Counterparts of benzene
Ελληνικός όρος:
Ομόλογα του ναφθαλινίου
Αγγλικός όρος:
Naphthalene counterparts or counterpart of naphthalene
Μετάφραση:
Naphthalene counterparts or counterpart of naphthalene
Ελληνικός όρος:
Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργατοϋπαλληλικών Σωματείων
Αγγλικός όρος:
Federation of Factory Unions
Μετάφραση:
Federation of Factory Unions
Ελληνικός όρος:
Ομοσπονδιακό Γραφείο Περιβάλλοντος (Γερμανία)
Αγγλικός όρος:
Federal Environment Agency (Germany)
Μετάφραση:
Federal Environment Agency (Germany)
Ελληνικός όρος:
Ομοσπονδιακό Ινστιτούτο για την Υγιεινή και Ασφάλεια στην Εργασία (Γερμανία)
Αγγλικός όρος:
Federal Institute for Occupational Safety and Health (Germany), BAuA
Μετάφραση:
Federal Institute for Occupational Safety and Health (Germany), BAuA
Ελληνικός όρος:
Ονομαστική διάμετρος
Αγγλικός όρος:
Nominal diameter
Μετάφραση:
Nominal diameter
Ελληνικός όρος:
Ονομαστική ταχύτητα
Αγγλικός όρος:
Rated speed
Μετάφραση:
Rated speed
Ελληνικός όρος:
Ονομαστική χωρητικότητα δοχείου
Αγγλικός όρος:
Nominal capacity of the receptacle
Μετάφραση:
Nominal capacity of the receptacle
Ελληνικός όρος:
Ονομαστικό φορτίο
Αγγλικός όρος:
Rated load
Μετάφραση:
Rated load
Ελληνικός όρος:
Ονοματολογία
Αγγλικός όρος:
Nomenclature
Μετάφραση:
Nomenclature
Ελληνικός όρος:
Οξαλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Oxalic acid, dicarboxylic acid, ethanedioic acid
Μετάφραση:
Oxalic acid, dicarboxylic acid, ethanedioic acid
Ελληνικός όρος:
Οξεία απώλεια της ακοής
Αγγλικός όρος:
Acute hearing losses
Μετάφραση:
Acute hearing losses
Ελληνικός όρος:
Οξεία τοξικότητα από του στόματος
Αγγλικός όρος:
Acute oral toxicity
Μετάφραση:
Acute oral toxicity
Ελληνικός όρος:
Οξεία τοξικότητα για το υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Acute aquatic toxicity
Μετάφραση:
Acute aquatic toxicity
Ελληνικός όρος:
Οξεία τοξικότητα διά της εισπνοής
Αγγλικός όρος:
Acute inhalation toxicity
Μετάφραση:
Acute inhalation toxicity
Ελληνικός όρος:
Οξεία τοξικότητα διά του δέρματος
Αγγλικός όρος:
Acute dermal toxicity
Μετάφραση:
Acute dermal toxicity
Ελληνικός όρος:
Οξείδια του αζώτου
Αγγλικός όρος:
Oxides of nitrogen
Μετάφραση:
Oxides of nitrogen
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
167
Page
168
Page
169
Page
170
Τρέχουσα σελίδα
171
Page
172
Page
173
Page
174
Page
175
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »