Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6553 - 6588 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πεντόζη
Αγγλικός όρος:
Pentose
Μετάφραση:
Pentose
Ελληνικός όρος:
Πεντοξείδιο του βαναδίου
Αγγλικός όρος:
Vanadium pentoxide
Μετάφραση:
Vanadium pentoxide
Ελληνικός όρος:
Πεντοξείδιο του φωσφόρου
Αγγλικός όρος:
Phosphorus pentoxide
Μετάφραση:
Phosphorus pentoxide
Ελληνικός όρος:
Πεντρίτης ή τετρανιτρικός πενταερυθρύτης
Αγγλικός όρος:
Pentaerythrotetranitrate, PETN
Μετάφραση:
Pentaerythrotetranitrate, PETN
Ελληνικός όρος:
Πεντυλακετυλίδιο του λιθίου
Αγγλικός όρος:
Lithium pentylacetylide
Μετάφραση:
Lithium pentylacetylide
Ελληνικός όρος:
Πεντύλιο
Αγγλικός όρος:
Pentyl
Μετάφραση:
Pentyl
Ελληνικός όρος:
Πεντυλοϊωδίδιο tert-
Αγγλικός όρος:
Tert-pentyl iodide, 2-iodo-2-methylbutane
Μετάφραση:
Tert-pentyl iodide, 2-iodo-2-methylbutane
Ελληνικός όρος:
Πεντυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Pentyl chloride, 1-chloropentane
Μετάφραση:
Pentyl chloride, 1-chloropentane
Ελληνικός όρος:
Πεντυλοχλωρίδιο tert-
Αγγλικός όρος:
Tert-pentyl chloride, 2-chloro-2-methylbutane
Μετάφραση:
Tert-pentyl chloride, 2-chloro-2-methylbutane
Ελληνικός όρος:
Πεπιεσμένα αέρια
Αγγλικός όρος:
Compressed gas
Μετάφραση:
Compressed gas
Ελληνικός όρος:
Πεπιεσμένος αέρας
Αγγλικός όρος:
Compressed air
Μετάφραση:
Compressed air
Ελληνικός όρος:
Πεπτίδιο
Αγγλικός όρος:
Peptide
Μετάφραση:
Peptide
Ελληνικός όρος:
Πεπτικό σύστημα
Αγγλικός όρος:
Digestive system
Μετάφραση:
Digestive system
Ελληνικός όρος:
Περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
Environment
Μετάφραση:
Environment
Ελληνικός όρος:
Περιβαλλοντική έκθεση
Αγγλικός όρος:
Environmental exposure
Μετάφραση:
Environmental exposure
Ελληνικός όρος:
Περιβαλλοντική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Environmental study
Μετάφραση:
Environmental study
Ελληνικός όρος:
Περιβαλλοντική παρακολούθηση
Αγγλικός όρος:
Environmental monitoring
Μετάφραση:
Environmental monitoring
Ελληνικός όρος:
Περιβαλλοντική χημεία
Αγγλικός όρος:
Environmental chemistry
Μετάφραση:
Environmental chemistry
Ελληνικός όρος:
Περίβλημα
Αγγλικός όρος:
Shell
Μετάφραση:
Shell
Ελληνικός όρος:
Περίβλημα ανάσχεσης διαρροών
Αγγλικός όρος:
Secondary containment
Μετάφραση:
Secondary containment
Ελληνικός όρος:
Περιγραφή
Αγγλικός όρος:
Description
Μετάφραση:
Description
Ελληνικός όρος:
Περιγραφική χημεία
Αγγλικός όρος:
Descriptive chemistry
Μετάφραση:
Descriptive chemistry
Ελληνικός όρος:
Περιέκτες αερίου
Αγγλικός όρος:
Gas containers
Μετάφραση:
Gas containers
Ελληνικός όρος:
Περιέκτης υπό πίεση
Αγγλικός όρος:
Pressurized container
Μετάφραση:
Pressurized container
Ελληνικός όρος:
Περιέχει <όνομα της ευαισθητοποιητικής ουσίας>. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Contains <name of sensitizing substance>. May produce an allergic reaction
Μετάφραση:
Contains <name of sensitizing substance>. May produce an allergic reaction
Ελληνικός όρος:
Περιέχει αέριο υπό πίεση˙ εάν θερμανθούν μπορεί να εκραγούν
Αγγλικός όρος:
Contains gas under pressure; may explode if heated
Μετάφραση:
Contains gas under pressure; may explode if heated
Ελληνικός όρος:
Περιέχει αέριο υπό ψύξη
Αγγλικός όρος:
Contains refrigerated gas
Μετάφραση:
Contains refrigerated gas
Ελληνικός όρος:
Περιέχει εποξειδικές ενώσεις. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Contains epoxy constituents. May produce an allergic reaction
Μετάφραση:
Contains epoxy constituents. May produce an allergic reaction
Ελληνικός όρος:
Περιέχει ισοκυανικές ενώσεις. Μπορεί να προκαλέσει αλλεργική αντίδραση
Αγγλικός όρος:
Contains isocyanates. May produce an allergic reaction
Μετάφραση:
Contains isocyanates. May produce an allergic reaction
Ελληνικός όρος:
Περιέχει κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Contains cadmium
Μετάφραση:
Contains cadmium
Ελληνικός όρος:
Περιέχει μόλυβδο
Αγγλικός όρος:
Contains lead
Μετάφραση:
Contains lead
Ελληνικός όρος:
Περιέχει χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Contains chromium
Μετάφραση:
Contains chromium
Ελληνικός όρος:
Περιεχόμενο
Αγγλικός όρος:
Content
Μετάφραση:
Content
Ελληνικός όρος:
Περίθαλψη
Αγγλικός όρος:
Relief work
Μετάφραση:
Relief work
Ελληνικός όρος:
Περίθλαση ακτίνων Χ
Αγγλικός όρος:
X-ray diffraction (XRD)
Μετάφραση:
X-ray diffraction (XRD)
Ελληνικός όρος:
Περικνημίδες
Αγγλικός όρος:
Gaiters
Μετάφραση:
Gaiters
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
179
Page
180
Page
181
Page
182
Τρέχουσα σελίδα
183
Page
184
Page
185
Page
186
Page
187
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »