Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6697 - 6732 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πιστοποίηση συμφωνίας
Αγγλικός όρος:
Compliance assurance
Μετάφραση:
Compliance assurance
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιητικό
Αγγλικός όρος:
Certificate
Μετάφραση:
Certificate
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιητικό απαλλαγής επικίνδυνων αερίων
Αγγλικός όρος:
Gas free certificate
Μετάφραση:
Gas free certificate
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιητικό απεντόμωσης
Αγγλικός όρος:
Fumigation certificate
Μετάφραση:
Fumigation certificate
Ελληνικός όρος:
Πιστοποιητικό Πρόληψης της Ρύπανσης από Πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
Oil Pollution Prevention Certificate, OPPC
Μετάφραση:
Oil Pollution Prevention Certificate, OPPC
Ελληνικός όρος:
Πιστότητα
Αγγλικός όρος:
Fidelity
Μετάφραση:
Fidelity
Ελληνικός όρος:
Πιστότητα (π.χ. αναλυτικών αποτελεσμάτων)
Αγγλικός όρος:
Precision
Μετάφραση:
Precision
Ελληνικός όρος:
Πιχλωράμ
Αγγλικός όρος:
Picloram, 4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, ATCP
Μετάφραση:
Picloram, 4-amino-3,5,6-trichloro-picolimic acid, ATCP
Ελληνικός όρος:
Πλάγια διαμόρφωση
Αγγλικός όρος:
Skew conformation
Μετάφραση:
Skew conformation
Ελληνικός όρος:
Πλαίσιο
Αγγλικός όρος:
Frame
Μετάφραση:
Frame
Ελληνικός όρος:
Πλάκα διαχωριστή
Αγγλικός όρος:
Plate-beam splitter
Μετάφραση:
Plate-beam splitter
Ελληνικός όρος:
Πλάκα διογκωμένου περλίτη
Αγγλικός όρος:
Expanded perlite board
Μετάφραση:
Expanded perlite board
Ελληνικός όρος:
Πλακάκι
Αγγλικός όρος:
Tile
Μετάφραση:
Tile
Ελληνικός όρος:
Πλάκες φίλτρων
Αγγλικός όρος:
Filter cakes
Μετάφραση:
Filter cakes
Ελληνικός όρος:
Πλάνισμα
Αγγλικός όρος:
Planing
Μετάφραση:
Planing
Ελληνικός όρος:
Πλάσμα
Αγγλικός όρος:
Plasma
Μετάφραση:
Plasma
Ελληνικός όρος:
Πλασμοχίνη
Αγγλικός όρος:
Plasmochin, pamaquine
Μετάφραση:
Plasmochin, pamaquine
Ελληνικός όρος:
Πλαστικό υλικό
Αγγλικός όρος:
Plastics material
Μετάφραση:
Plastics material
Ελληνικός όρος:
Πλαστικοποιητής
Αγγλικός όρος:
Plasticizer, plasticiser
Μετάφραση:
Plasticizer, plasticiser
Ελληνικός όρος:
Πλάτη
Αγγλικός όρος:
Back
Μετάφραση:
Back
Ελληνικός όρος:
Πλατίνιο
Αγγλικός όρος:
Platinum
Μετάφραση:
Platinum
Ελληνικός όρος:
Πλατφόρμες γεώτρησης
Αγγλικός όρος:
Drilling platforms
Μετάφραση:
Drilling platforms
Ελληνικός όρος:
Πλευρό
Αγγλικός όρος:
Rib
Μετάφραση:
Rib
Ελληνικός όρος:
Πλήθος (δειγμάτων)
Αγγλικός όρος:
Population
Μετάφραση:
Population
Ελληνικός όρος:
Πληθυσμός
Αγγλικός όρος:
Population
Μετάφραση:
Population
Ελληνικός όρος:
Πληκτρολόγιο
Αγγλικός όρος:
Keyboard
Μετάφραση:
Keyboard
Ελληνικός όρος:
Πλήρες φορτίο
Αγγλικός όρος:
Full load
Μετάφραση:
Full load
Ελληνικός όρος:
Πλήρης έκθεση μελέτης
Αγγλικός όρος:
Full study report
Μετάφραση:
Full study report
Ελληνικός όρος:
Πλήρης σάρωση
Αγγλικός όρος:
Full scan
Μετάφραση:
Full scan
Ελληνικός όρος:
Πλήρης φορτάμαξα
Αγγλικός όρος:
Wagon load
Μετάφραση:
Wagon load
Ελληνικός όρος:
Πληροφοριακή τιμή
Αγγλικός όρος:
Information value
Μετάφραση:
Information value
Ελληνικός όρος:
Πληροφορίες για ορισμένες ουσίες & μείγματα
Αγγλικός όρος:
Information on certain substances and mixtures
Μετάφραση:
Information on certain substances and mixtures
Ελληνικός όρος:
Πληροφορίες χρήσης
Αγγλικός όρος:
Information for use
Μετάφραση:
Information for use
Ελληνικός όρος:
Πλήρωμα
Αγγλικός όρος:
Crew
Μετάφραση:
Crew
Ελληνικός όρος:
Πλήρωση με σκόνη
Αγγλικός όρος:
Powder filling
Μετάφραση:
Powder filling
Ελληνικός όρος:
Πλήρωση περιεκτών
Αγγλικός όρος:
Filling containers
Μετάφραση:
Filling containers
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
183
Page
184
Page
185
Page
186
Τρέχουσα σελίδα
187
Page
188
Page
189
Page
190
Page
191
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »