Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 6805 - 6840 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πολυαρωματικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH
Μετάφραση:
Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH
Ελληνικός όρος:
Πολυβινυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Polyvinyl chloride, PVC
Μετάφραση:
Polyvinyl chloride, PVC
Ελληνικός όρος:
Πολυβουταδιένιο
Αγγλικός όρος:
Polybutadiene
Μετάφραση:
Polybutadiene
Ελληνικός όρος:
Πολυγραμμική Ακολουθία Γεγονότων
Αγγλικός όρος:
Multilinear Events Sequencing (MES)
Μετάφραση:
Multilinear Events Sequencing (MES)
Ελληνικός όρος:
Πολυένιο
Αγγλικός όρος:
Polyene
Μετάφραση:
Polyene
Ελληνικός όρος:
Πολυθειούχο αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium polysulphide
Μετάφραση:
Ammonium polysulphide
Ελληνικός όρος:
Πολυισοπρένιο
Αγγλικός όρος:
Polyisoprene
Μετάφραση:
Polyisoprene
Ελληνικός όρος:
Πολυκαναλικός αναλυτής
Αγγλικός όρος:
Multiple channel
Μετάφραση:
Multiple channel
Ελληνικός όρος:
Πολυκόρυφη κατανομή
Αγγλικός όρος:
Multimodal distribution
Μετάφραση:
Multimodal distribution
Ελληνικός όρος:
Πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Polycyclic aromatic hydrocarbons
Μετάφραση:
Polycyclic aromatic hydrocarbons
Ελληνικός όρος:
Πολυμεθυλοσιλοξάνιο
Αγγλικός όρος:
Polydimethylsiloxane, PDMS
Μετάφραση:
Polydimethylsiloxane, PDMS
Ελληνικός όρος:
Πολυμερείς συμφωνίες
Αγγλικός όρος:
Multilateral agreements
Μετάφραση:
Multilateral agreements
Ελληνικός όρος:
Πολυμερές
Αγγλικός όρος:
Polymer
Μετάφραση:
Polymer
Ελληνικός όρος:
Πολυμερής έγκριση
Αγγλικός όρος:
Multilateral approval
Μετάφραση:
Multilateral approval
Ελληνικός όρος:
Πολυμερισμός
Αγγλικός όρος:
Polymerization
Μετάφραση:
Polymerization
Ελληνικός όρος:
Πολυμορφικό γονίδιο
Αγγλικός όρος:
Polymorphic gene
Μετάφραση:
Polymorphic gene
Ελληνικός όρος:
Πολυνευροπάθειες από οργανικούς διαλύτες που δεν καταγράφονται σε άλλες θέσεις
Αγγλικός όρος:
Polyneuropathies due to organic solvents which do not come under other headings
Μετάφραση:
Polyneuropathies due to organic solvents which do not come under other headings
Ελληνικός όρος:
Πολυνουκλεοτίδιο
Αγγλικός όρος:
Polynucleotide
Μετάφραση:
Polynucleotide
Ελληνικός όρος:
Πολυολεφιναμίνη
Αγγλικός όρος:
Polyolefinamine
Μετάφραση:
Polyolefinamine
Ελληνικός όρος:
Πολυπαραγοντική ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Multivariate analysis
Μετάφραση:
Multivariate analysis
Ελληνικός όρος:
Πολυπαραγοντική φύση
Αγγλικός όρος:
Multifactorial nature
Μετάφραση:
Multifactorial nature
Ελληνικός όρος:
Πολυπαραγοντικοί κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Multi-factorial work hazards
Μετάφραση:
Multi-factorial work hazards
Ελληνικός όρος:
Πολυπεπτίδιο
Αγγλικός όρος:
Polypeptide
Μετάφραση:
Polypeptide
Ελληνικός όρος:
Πολυπλέκτης
Αγγλικός όρος:
Multiplexer
Μετάφραση:
Multiplexer
Ελληνικός όρος:
Πολυπολικά καλώδια
Αγγλικός όρος:
Multi-core cables
Μετάφραση:
Multi-core cables
Ελληνικός όρος:
Πολυπυρηνικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες
Αγγλικός όρος:
Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH
Μετάφραση:
Polynuclear aromatic hydrocarbons, PAH
Ελληνικός όρος:
Πολυσακχαρίτες
Αγγλικός όρος:
Polysaccharides
Μετάφραση:
Polysaccharides
Ελληνικός όρος:
Πολυστυρένιο
Αγγλικός όρος:
Polystyrene, PS
Μετάφραση:
Polystyrene, PS
Ελληνικός όρος:
Πολυστυρόλιο
Αγγλικός όρος:
Polystyrene, PS
Μετάφραση:
Polystyrene, PS
Ελληνικός όρος:
Πολυσυστατική ουσία
Αγγλικός όρος:
Multi-constituent substance
Μετάφραση:
Multi-constituent substance
Ελληνικός όρος:
Πολυτετραφθοροαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Polytetrafluoroethylene, PTFE, teflon
Μετάφραση:
Polytetrafluoroethylene, PTFE, teflon
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωριωμένα διφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Μετάφραση:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωριωμένα τριφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated triphenyl, PCT
Μετάφραση:
Polychlorinated triphenyl, PCT
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωροδιφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Μετάφραση:
Polychlorinated biphenyls, aroclor, clofen, PCBs
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωροπρένιο
Αγγλικός όρος:
Polychloroprene
Μετάφραση:
Polychloroprene
Ελληνικός όρος:
Πολυχλωροτριφαινύλια
Αγγλικός όρος:
Polychlorinated triphenyl, PCT
Μετάφραση:
Polychlorinated triphenyl, PCT
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
186
Page
187
Page
188
Page
189
Τρέχουσα σελίδα
190
Page
191
Page
192
Page
193
Page
194
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »