Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7021 - 7056 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Προστασία από ακτινοβολίες
Αγγλικός όρος:
Radiation safety
Μετάφραση:
Radiation safety
Ελληνικός όρος:
Προστασία από βλάβες ή αποφυγή βλαβών
Αγγλικός όρος:
Avoidance of damage
Μετάφραση:
Avoidance of damage
Ελληνικός όρος:
Προστασία από κεραυνό
Αγγλικός όρος:
Lightning protection
Μετάφραση:
Lightning protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία από οξείδωση
Αγγλικός όρος:
Corrosion protection
Μετάφραση:
Corrosion protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία από υπερφόρτωση
Αγγλικός όρος:
Overload protection
Μετάφραση:
Overload protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία ευαίσθητων περιοχών
Αγγλικός όρος:
Protection of particularly sensitive areas
Μετάφραση:
Protection of particularly sensitive areas
Ελληνικός όρος:
Προστασία ή προφύλαξη
Αγγλικός όρος:
Protection
Μετάφραση:
Protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία κάτω άκρων
Αγγλικός όρος:
Leg protection
Μετάφραση:
Leg protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία κεφαλής
Αγγλικός όρος:
Head protection
Μετάφραση:
Head protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία πολύκλωνων άκρων
Αγγλικός όρος:
Protection of stranded ends
Μετάφραση:
Protection of stranded ends
Ελληνικός όρος:
Προστασία προσώπου
Αγγλικός όρος:
Face protection
Μετάφραση:
Face protection
Ελληνικός όρος:
Προστασία του περιβάλλοντος
Αγγλικός όρος:
Environmental protection
Μετάφραση:
Environmental protection
Ελληνικός όρος:
Προστατευόμενο IBC
Αγγλικός όρος:
Protected IBC
Μετάφραση:
Protected IBC
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά ακοής
Αγγλικός όρος:
Hearing protectors
Μετάφραση:
Hearing protectors
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά βύσματα αυτιού
Αγγλικός όρος:
Ear plugs
Μετάφραση:
Ear plugs
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά γάντια
Αγγλικός όρος:
Protective gloves, goggles
Μετάφραση:
Protective gloves, goggles
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά δακτύλων ποδιών
Αγγλικός όρος:
Toecaps
Μετάφραση:
Toecaps
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά καλύμματα των αυτιών
Αγγλικός όρος:
Earmuffs
Μετάφραση:
Earmuffs
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά οφθαλμών
Αγγλικός όρος:
Eye protections
Μετάφραση:
Eye protections
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικά χεριού/γάντια
Αγγλικός όρος:
Hand guards
Μετάφραση:
Hand guards
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικές προσωπίδες
Αγγλικός όρος:
Face shields
Μετάφραση:
Face shields
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικές συσκευές
Αγγλικός όρος:
Protective devices
Μετάφραση:
Protective devices
Ελληνικός όρος:
Προστατευτική ενδυμασία
Αγγλικός όρος:
Protective clothing
Μετάφραση:
Protective clothing
Ελληνικός όρος:
Προστατευτική ποδιά
Αγγλικός όρος:
Protective apron
Μετάφραση:
Protective apron
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικό μέτρο
Αγγλικός όρος:
Protective measure
Μετάφραση:
Protective measure
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικό περίβλημα
Αγγλικός όρος:
Containment system
Μετάφραση:
Containment system
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικό πώμα
Αγγλικός όρος:
Protective cap
Μετάφραση:
Protective cap
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικό υμένιο
Αγγλικός όρος:
Protective film
Μετάφραση:
Protective film
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικός βραχίονας
Αγγλικός όρος:
Arm guard
Μετάφραση:
Arm guard
Ελληνικός όρος:
Προστατευτικός εξοπλισμός με αισθητήρα
Αγγλικός όρος:
Sensitive protective equipment
Μετάφραση:
Sensitive protective equipment
Ελληνικός όρος:
Προστατέψτε από την υγρασία
Αγγλικός όρος:
Protect from moisture
Μετάφραση:
Protect from moisture
Ελληνικός όρος:
Προσφεύγων
Αγγλικός όρος:
Applicant
Μετάφραση:
Applicant
Ελληνικός όρος:
Προσφυγή
Αγγλικός όρος:
Appeal
Μετάφραση:
Appeal
Ελληνικός όρος:
Πρόσφυση
Αγγλικός όρος:
Adhesion
Μετάφραση:
Adhesion
Ελληνικός όρος:
Προσωπίδες για τη σκόνη
Αγγλικός όρος:
Dust masks
Μετάφραση:
Dust masks
Ελληνικός όρος:
Προσωπικά δεδομένα
Αγγλικός όρος:
Personal data
Μετάφραση:
Personal data
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
192
Page
193
Page
194
Page
195
Τρέχουσα σελίδα
196
Page
197
Page
198
Page
199
Page
200
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »