Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7057 - 7092 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Προσωπικό
Αγγλικός όρος:
Personnel
Μετάφραση:
Personnel
Ελληνικός όρος:
Προσωπικό εργαστηρίου
Αγγλικός όρος:
Laboratory personnel
Μετάφραση:
Laboratory personnel
Ελληνικός όρος:
Προσωπικό συντήρησης
Αγγλικός όρος:
Maintenance personnel
Μετάφραση:
Maintenance personnel
Ελληνικός όρος:
Πρόσωπο
Αγγλικός όρος:
Face
Μετάφραση:
Face
Ελληνικός όρος:
Πρόσωπο που νοσεί
Αγγλικός όρος:
Ill person
Μετάφραση:
Ill person
Ελληνικός όρος:
Προσωρινές θέσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Temporary workplaces
Μετάφραση:
Temporary workplaces
Ελληνικός όρος:
Προσωρινή διαμονή
Αγγλικός όρος:
Temporary residence
Μετάφραση:
Temporary residence
Ελληνικός όρος:
Προσωρινή εργασία
Αγγλικός όρος:
Temporary work
Μετάφραση:
Temporary work
Ελληνικός όρος:
Προσωρινή σύσταση
Αγγλικός όρος:
Temporary recommendation
Μετάφραση:
Temporary recommendation
Ελληνικός όρος:
Προσωρινό εργοτάξιο
Αγγλικός όρος:
Temporary construction site, mobile construction sites
Μετάφραση:
Temporary construction site, mobile construction sites
Ελληνικός όρος:
Προσωρινό προσωπικό
Αγγλικός όρος:
Substitute staff
Μετάφραση:
Substitute staff
Ελληνικός όρος:
Προσωρινοί εργαζόμενοι
Αγγλικός όρος:
Temporary workers
Μετάφραση:
Temporary workers
Ελληνικός όρος:
Πρόταση δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Testing proposal
Μετάφραση:
Testing proposal
Ελληνικός όρος:
Πρότυπα ασφαλείας
Αγγλικός όρος:
Safety standards
Μετάφραση:
Safety standards
Ελληνικός όρος:
Πρότυπα επαγγελματικής ασφάλειας και υγείας
Αγγλικός όρος:
Occupational safety and health standards
Μετάφραση:
Occupational safety and health standards
Ελληνικός όρος:
Πρότυπα επαγγελματικής έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Occupational exposure standards
Μετάφραση:
Occupational exposure standards
Ελληνικός όρος:
Πρότυπα επίπεδα εκπομπών
Αγγλικός όρος:
Emission standards
Μετάφραση:
Emission standards
Ελληνικός όρος:
Πρότυπα ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality standards
Μετάφραση:
Quality standards
Ελληνικός όρος:
Πρότυπες ουσίες αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference standards
Μετάφραση:
Reference standards
Ελληνικός όρος:
Πρότυπη αναλυτέα ουσία
Αγγλικός όρος:
Standard analyte
Μετάφραση:
Standard analyte
Ελληνικός όρος:
Πρότυπη μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Standard method
Μετάφραση:
Standard method
Ελληνικός όρος:
Πρότυπη μηδενική στάθμη αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Standard reference zero
Μετάφραση:
Standard reference zero
Ελληνικός όρος:
Πρότυπο
Αγγλικός όρος:
Standard / model
Μετάφραση:
Standard / model
Ελληνικός όρος:
Πρότυπο απλού αρμονικού ταλαντωτή
Αγγλικός όρος:
Simple harmonic oscillator model
Μετάφραση:
Simple harmonic oscillator model
Ελληνικός όρος:
Πρότυπο ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Check standard
Μετάφραση:
Check standard
Ελληνικός όρος:
Πρότυπο ΕΝ
Αγγλικός όρος:
EN standard
Μετάφραση:
EN standard
Ελληνικός όρος:
Πρότυπο υλικό αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Standard reference material (SRM)
Μετάφραση:
Standard reference material (SRM)
Ελληνικός όρος:
Προτυποποίηση
Αγγλικός όρος:
Standardization
Μετάφραση:
Standardization
Ελληνικός όρος:
Πρότυπος λόγος διαστάσεων
Αγγλικός όρος:
Standard dimension ratio (SDR)
Μετάφραση:
Standard dimension ratio (SDR)
Ελληνικός όρος:
Προφυλακτήρας με ενδομανδάλωση με αυτόματη έναρξη
Αγγλικός όρος:
Interlocking guard with a start function
Μετάφραση:
Interlocking guard with a start function
Ελληνικός όρος:
Προφυλακτήρας με ενδομανδάλωση που κλειδώνει ή ασφαλίζεται
Αγγλικός όρος:
Interlocking guard with guard locking
Μετάφραση:
Interlocking guard with guard locking
Ελληνικός όρος:
Προφυλακτήρες
Αγγλικός όρος:
Guards
Μετάφραση:
Guards
Ελληνικός όρος:
Προφύλαξη
Αγγλικός όρος:
Prophylaxis, protection
Μετάφραση:
Prophylaxis, protection
Ελληνικός όρος:
Προφύλαξη από ηλεκτροπληξία
Αγγλικός όρος:
Electrical safety
Μετάφραση:
Electrical safety
Ελληνικός όρος:
Προχοΐδα
Αγγλικός όρος:
Buret(te)
Μετάφραση:
Buret(te)
Ελληνικός όρος:
Προώθηση (πρέσα)
Αγγλικός όρος:
Pressing
Μετάφραση:
Pressing
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
193
Page
194
Page
195
Page
196
Τρέχουσα σελίδα
197
Page
198
Page
199
Page
200
Page
201
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »