Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7165 - 7200 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Πυροσβέστης
Αγγλικός όρος:
Firefighter
Μετάφραση:
Firefighter
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστικές υπηρεσίες
Αγγλικός όρος:
Fire brigades
Μετάφραση:
Fire brigades
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστική φωλιά
Αγγλικός όρος:
Fire fighting cabinet, FFC
Μετάφραση:
Fire fighting cabinet, FFC
Ελληνικός όρος:
Πυροσβεστικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Firefighting appliances
Μετάφραση:
Firefighting appliances
Ελληνικός όρος:
Πυροστεγείς σύνδεσμοι
Αγγλικός όρος:
Flameproof joints
Μετάφραση:
Flameproof joints
Ελληνικός όρος:
Πυροτεχνική ουσία
Αγγλικός όρος:
Pyrotechnic substance
Μετάφραση:
Pyrotechnic substance
Ελληνικός όρος:
Πυροτεχνικό αντικείμενο
Αγγλικός όρος:
Pyrotechnic article
Μετάφραση:
Pyrotechnic article
Ελληνικός όρος:
Πυρουβικό
Αγγλικός όρος:
Pyruvate
Μετάφραση:
Pyruvate
Ελληνικός όρος:
Πυρουβικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Pyruvic acid, 2-oxopropanoic acid
Μετάφραση:
Pyruvic acid, 2-oxopropanoic acid
Ελληνικός όρος:
Πυροφορική σκόνη αργιλίου
Αγγλικός όρος:
Aluminium pyro powders
Μετάφραση:
Aluminium pyro powders
Ελληνικός όρος:
Πυροφορικό στερεό
Αγγλικός όρος:
Pyrophoric solid
Μετάφραση:
Pyrophoric solid
Ελληνικός όρος:
Πυροφορικό υγρό
Αγγλικός όρος:
Pyrophoric liquid
Μετάφραση:
Pyrophoric liquid
Ελληνικός όρος:
Πυροφωσφορικό τετρααιθύλιο
Αγγλικός όρος:
Tetraethyl pyrophosphate (TEPP) (C8H20O7P2)
Μετάφραση:
Tetraethyl pyrophosphate (TEPP) (C8H20O7P2)
Ελληνικός όρος:
Πυροφωσφορικό τετρανάτριο ή διφωσφορικό τετρανάτριο
Αγγλικός όρος:
Tetrasodium pyrophosphate or tetrasodium diphosphate (TSPP) (Na4O7P2)
Μετάφραση:
Tetrasodium pyrophosphate or tetrasodium diphosphate (TSPP) (Na4O7P2)
Ελληνικός όρος:
Πυρρολιδίνη
Αγγλικός όρος:
Pyrrolidine
Μετάφραση:
Pyrrolidine
Ελληνικός όρος:
Πυρρολίνη
Αγγλικός όρος:
Pyrroline
Μετάφραση:
Pyrroline
Ελληνικός όρος:
Πυρρόλιο
Αγγλικός όρος:
Pyrrole
Μετάφραση:
Pyrrole
Ελληνικός όρος:
Πυρωμένη αδρανής μαγνησία (φρυγμένη)
Αγγλικός όρος:
Dead-burned magnesia
Μετάφραση:
Dead-burned magnesia
Ελληνικός όρος:
Ράβδος
Αγγλικός όρος:
Bar
Μετάφραση:
Bar
Ελληνικός όρος:
Ραδερφόρδιο
Αγγλικός όρος:
Rutherfordium (Rf)
Μετάφραση:
Rutherfordium (Rf)
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Radioactive waste
Μετάφραση:
Radioactive waste
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργά περιεχόμενα
Αγγλικός όρος:
Radioactive contents
Μετάφραση:
Radioactive contents
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργές πηγές
Αγγλικός όρος:
Radioactive sources
Μετάφραση:
Radioactive sources
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργή μόλυνση
Αγγλικός όρος:
Radioactive contamination
Μετάφραση:
Radioactive contamination
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό ισότοπο
Αγγλικός όρος:
Radioactive isotope
Μετάφραση:
Radioactive isotope
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό κατάλοιπο
Αγγλικός όρος:
Radwaste
Μετάφραση:
Radwaste
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό μείγμα
Αγγλικός όρος:
Radioactive mixture
Μετάφραση:
Radioactive mixture
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό νουκλίδιο
Αγγλικός όρος:
Radionuclide
Μετάφραση:
Radionuclide
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό υλικό
Αγγλικός όρος:
Radioactive material
Μετάφραση:
Radioactive material
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό υλικό ειδικού τύπου
Αγγλικός όρος:
Special form radioactive material
Μετάφραση:
Special form radioactive material
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός εναπόθεση
Αγγλικός όρος:
Radioactive deposition
Μετάφραση:
Radioactive deposition
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός ισορροπία
Αγγλικός όρος:
Radioactive equilibrium
Μετάφραση:
Radioactive equilibrium
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός ουσία
Αγγλικός όρος:
Radioactive substance
Μετάφραση:
Radioactive substance
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός ρύπανση
Αγγλικός όρος:
Radioactive pollution
Μετάφραση:
Radioactive pollution
Ελληνικός όρος:
Ράδιο
Αγγλικός όρος:
Radium
Μετάφραση:
Radium
Ελληνικός όρος:
Ραδιογωνιόμετρο
Αγγλικός όρος:
Radiogoniometer, radio direction finder
Μετάφραση:
Radiogoniometer, radio direction finder
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
196
Page
197
Page
198
Page
199
Τρέχουσα σελίδα
200
Page
201
Page
202
Page
203
Page
204
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »