Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7417 - 7452 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Σορβικό οξύ ή 2,4-εξαδιενοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Sorbic acid or 2,4 hexadienoic acid (C6H8O2)
Μετάφραση:
Sorbic acid or 2,4 hexadienoic acid (C6H8O2)
Ελληνικός όρος:
Σορβιτόλη
Αγγλικός όρος:
Glucitol, sorbitol
Μετάφραση:
Glucitol, sorbitol
Ελληνικός όρος:
Σορβόζη
Αγγλικός όρος:
Sorbose (C6H12O6)
Μετάφραση:
Sorbose (C6H12O6)
Ελληνικός όρος:
Σουβλιά
Αγγλικός όρος:
Punches
Μετάφραση:
Punches
Ελληνικός όρος:
Σουλπροφώς
Αγγλικός όρος:
Sulprofos
Μετάφραση:
Sulprofos
Ελληνικός όρος:
Σουλτονικό προπάνιο
Αγγλικός όρος:
Propane sultone
Μετάφραση:
Propane sultone
Ελληνικός όρος:
Σουλφαμεραζίνη
Αγγλικός όρος:
Sulfamerazine
Μετάφραση:
Sulfamerazine
Ελληνικός όρος:
Σουλφαμικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium sulfamate, ammate
Μετάφραση:
Ammonium sulfamate, ammate
Ελληνικός όρος:
Σουλφαμικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Sulphamic acid
Μετάφραση:
Sulphamic acid
Ελληνικός όρος:
Σουλφανιλαμίδιο
Αγγλικός όρος:
Sulfanilamide (C6H8N2O2S)
Μετάφραση:
Sulfanilamide (C6H8N2O2S)
Ελληνικός όρος:
Σουλφανιλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Sulfanilic acid (H2NC6H4SO3H)
Μετάφραση:
Sulfanilic acid (H2NC6H4SO3H)
Ελληνικός όρος:
Σουλφίδιο του διμεθυλίου
Αγγλικός όρος:
Dimethyl sulphide, 2-thiopropane
Μετάφραση:
Dimethyl sulphide, 2-thiopropane
Ελληνικός όρος:
Σουλφοναμίδιο
Αγγλικός όρος:
Sulfonamide
Μετάφραση:
Sulfonamide
Ελληνικός όρος:
Σουλφονικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Sulfonic acid (RSO3H)
Μετάφραση:
Sulfonic acid (RSO3H)
Ελληνικός όρος:
Σουλφονικός αλκυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Alkyl sulfonate
Μετάφραση:
Alkyl sulfonate
Ελληνικός όρος:
Σουλφονυλοχλωρίδιο
Αγγλικός όρος:
Sulfonyl chloride
Μετάφραση:
Sulfonyl chloride
Ελληνικός όρος:
Σουλφονωμένα παράγωγα
Αγγλικός όρος:
Sulfonated derivatives
Μετάφραση:
Sulfonated derivatives
Ελληνικός όρος:
Σουλφοτέπ ή τετρααιθυλοδιθειοπυροφωσφορικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Sulfotep or tetraethyl dithiopyrophosphate (TEDP) (C8H20O5P2S2)
Μετάφραση:
Sulfotep or tetraethyl dithiopyrophosphate (TEDP) (C8H20O5P2S2)
Ελληνικός όρος:
Σουλφουρυλοφθορίδιο
Αγγλικός όρος:
Sulfuryl fluoride (F2O2S)
Μετάφραση:
Sulfuryl fluoride (F2O2S)
Ελληνικός όρος:
Σούλφωση
Αγγλικός όρος:
Sulfonation
Μετάφραση:
Sulfonation
Ελληνικός όρος:
Σπάνιες γαίες
Αγγλικός όρος:
Lanthanids (Ln)
Μετάφραση:
Lanthanids (Ln)
Ελληνικός όρος:
Σπάραξη (ξεσκάρωμα)
Αγγλικός όρος:
Scrabbling
Μετάφραση:
Scrabbling
Ελληνικός όρος:
Σπασμός
Αγγλικός όρος:
Convulsion, spasm
Μετάφραση:
Convulsion, spasm
Ελληνικός όρος:
Σπείρωμα (κοχλία)
Αγγλικός όρος:
Thread
Μετάφραση:
Thread
Ελληνικός όρος:
Σπειρώματα για τμήματα προσώπου
Αγγλικός όρος:
Threads for facepieces
Μετάφραση:
Threads for facepieces
Ελληνικός όρος:
Σπερμίνη
Αγγλικός όρος:
Spermine (C8H17N4)
Μετάφραση:
Spermine (C8H17N4)
Ελληνικός όρος:
Σπίλος
Αγγλικός όρος:
Nevus
Μετάφραση:
Nevus
Ελληνικός όρος:
Σπινθήρας
Αγγλικός όρος:
Spark
Μετάφραση:
Spark
Ελληνικός όρος:
Σπιρομετρία
Αγγλικός όρος:
Spirometry
Μετάφραση:
Spirometry
Ελληνικός όρος:
Σπλήνας
Αγγλικός όρος:
Spleen
Μετάφραση:
Spleen
Ελληνικός όρος:
Σπόριο
Αγγλικός όρος:
Spore
Μετάφραση:
Spore
Ελληνικός όρος:
Σπρώξιμο
Αγγλικός όρος:
Pushing
Μετάφραση:
Pushing
Ελληνικός όρος:
Σταγονίδια
Αγγλικός όρος:
Mists, splash
Μετάφραση:
Mists, splash
Ελληνικός όρος:
Σταδιακά εισαγόμενη ουσία
Αγγλικός όρος:
Phase-in substance
Μετάφραση:
Phase-in substance
Ελληνικός όρος:
Σταθερά οξύτητας
Αγγλικός όρος:
Acidity constant
Μετάφραση:
Acidity constant
Ελληνικός όρος:
Σταθερά σχηματισμού υπό όρους
Αγγλικός όρος:
Contitional formation constant
Μετάφραση:
Contitional formation constant
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
203
Page
204
Page
205
Page
206
Τρέχουσα σελίδα
207
Page
208
Page
209
Page
210
Page
211
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »