Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7453 - 7488 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Σταθερά ταχύτητας
Αγγλικός όρος:
Rate constant
Μετάφραση:
Rate constant
Ελληνικός όρος:
Σταθερές σκάλες
Αγγλικός όρος:
Fixed ladders
Μετάφραση:
Fixed ladders
Ελληνικός όρος:
Σταθερή απόκλιση
Αγγλικός όρος:
Standard deviation
Μετάφραση:
Standard deviation
Ελληνικός όρος:
Σταθερή δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Fixed tank
Μετάφραση:
Fixed tank
Ελληνικός όρος:
Σταθερή δεξαμενή αποθήκευσης υγραερίου (LPG)
Αγγλικός όρος:
Fixed LPG storage tank
Μετάφραση:
Fixed LPG storage tank
Ελληνικός όρος:
Σταθερή διαλυτότητα
Αγγλικός όρος:
Dissociation constant (pKa)
Μετάφραση:
Dissociation constant (pKa)
Ελληνικός όρος:
Σταθερή ένταση ρεύματος
Αγγλικός όρος:
Constant current, CC
Μετάφραση:
Constant current, CC
Ελληνικός όρος:
Σταθερή ηλεκτρική τάση
Αγγλικός όρος:
Constant voltage, CV
Μετάφραση:
Constant voltage, CV
Ελληνικός όρος:
Σταθερή πηγή καύσης
Αγγλικός όρος:
Stationary combustion source
Μετάφραση:
Stationary combustion source
Ελληνικός όρος:
Σταθεροποιημένη πίεση
Αγγλικός όρος:
Settled pressure
Μετάφραση:
Settled pressure
Ελληνικός όρος:
Σταθεροποιητής
Αγγλικός όρος:
Stabiliser
Μετάφραση:
Stabiliser
Ελληνικός όρος:
Σταθερός θόρυβος
Αγγλικός όρος:
Steady noise
Μετάφραση:
Steady noise
Ελληνικός όρος:
Σταθερός προφυλακτήρας
Αγγλικός όρος:
Fixed guard
Μετάφραση:
Fixed guard
Ελληνικός όρος:
Σταθερότητα κατά την αποθήκευση
Αγγλικός όρος:
Storage stability
Μετάφραση:
Storage stability
Ελληνικός όρος:
Στάθμη (ή επίπεδο) σημαντικότητας
Αγγλικός όρος:
Significance level
Μετάφραση:
Significance level
Ελληνικός όρος:
Στάθμη έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Exposure level
Μετάφραση:
Exposure level
Ελληνικός όρος:
Στάθμη ηχητικής ισχύος
Αγγλικός όρος:
Sound power level
Μετάφραση:
Sound power level
Ελληνικός όρος:
Στάθμη ηχητικής πίεσης εκπομπής
Αγγλικός όρος:
Emission sound pressure level
Μετάφραση:
Emission sound pressure level
Ελληνικός όρος:
Στάθμιση κατά συχνότητα
Αγγλικός όρος:
Frequency-weighting
Μετάφραση:
Frequency-weighting
Ελληνικός όρος:
Σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Αγγλικός όρος:
Power stations
Μετάφραση:
Power stations
Ελληνικός όρος:
Σταθμός εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work station
Μετάφραση:
Work station
Ελληνικός όρος:
Σταματήστε τη διαρροή, εφόσον δεν υπάρχει κίνδυνος
Αγγλικός όρος:
Stop leak if safe to do so
Μετάφραση:
Stop leak if safe to do so
Ελληνικός όρος:
Στάσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Postures
Μετάφραση:
Postures
Ελληνικός όρος:
Στατική φάση
Αγγλικός όρος:
Stationary phase
Μετάφραση:
Stationary phase
Ελληνικός όρος:
Στατικό έργο
Αγγλικός όρος:
Static work
Μετάφραση:
Static work
Ελληνικός όρος:
Στατικός εξοπλισμός ανακύκλησης απορριμμάτων κτισμάτων
Αγγλικός όρος:
Stationary recycling of building waste
Μετάφραση:
Stationary recycling of building waste
Ελληνικός όρος:
Στατικός ηλεκτρισμός
Αγγλικός όρος:
Static electricity
Μετάφραση:
Static electricity
Ελληνικός όρος:
Στατιστικά σημαντικό
Αγγλικός όρος:
Statistically significant
Μετάφραση:
Statistically significant
Ελληνικός όρος:
Στατιστικές ατυχημάτων
Αγγλικός όρος:
Accident statistics
Μετάφραση:
Accident statistics
Ελληνικός όρος:
Στατιστικές επαγγελματικών ασθενειών
Αγγλικός όρος:
Statistics on occupational diseases
Μετάφραση:
Statistics on occupational diseases
Ελληνικός όρος:
Στατιστική
Αγγλικός όρος:
Statistics
Μετάφραση:
Statistics
Ελληνικός όρος:
Στατιστική βεβαιότητα
Αγγλικός όρος:
Statistical certainty
Μετάφραση:
Statistical certainty
Ελληνικός όρος:
Στατιστική δοκιμή
Αγγλικός όρος:
Statistical test
Μετάφραση:
Statistical test
Ελληνικός όρος:
Στατιστική εξάρτηση
Αγγλικός όρος:
Regression
Μετάφραση:
Regression
Ελληνικός όρος:
Στατιστική σημαντικότητα
Αγγλικός όρος:
Statistic significance
Μετάφραση:
Statistic significance
Ελληνικός όρος:
Στατιστική συσχέτιση
Αγγλικός όρος:
Correlation
Μετάφραση:
Correlation
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
204
Page
205
Page
206
Page
207
Τρέχουσα σελίδα
208
Page
209
Page
210
Page
211
Page
212
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »