Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7561 - 7596 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση
Αγγλικός όρος:
Welding
Μετάφραση:
Welding
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση βυθισμένου τόξου
Αγγλικός όρος:
Submerged Arc Welding (SAW)
Μετάφραση:
Submerged Arc Welding (SAW)
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση συμπαγούς σύρματος σε προστατευτική ατμόσφαιρα αερίου
Αγγλικός όρος:
Metal Inert Gas, MIG, Metal Active gas, MAG, Gas Metal Arc Welding, GMAW, GMA
Μετάφραση:
Metal Inert Gas, MIG, Metal Active gas, MAG, Gas Metal Arc Welding, GMAW, GMA
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση τόξου με επενδυμένο ηλεκτρόδιo
Αγγλικός όρος:
Manual Metal Arc, MMA, Shielded Metal Arc Welding, SMAW, SMA
Μετάφραση:
Manual Metal Arc, MMA, Shielded Metal Arc Welding, SMAW, SMA
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση τόξου με μη αναλώσιμο ηλεκτρόδιο σε προστατευτική ατμόσφαιρα αερίου
Αγγλικός όρος:
Tungsten Inert Gas (TIG) or Gas Tungsten Arc Welding (GTAW )
Μετάφραση:
Tungsten Inert Gas (TIG) or Gas Tungsten Arc Welding (GTAW )
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση τόξου με σωληνωτό σύρμα που περιέχει πάστα
Αγγλικός όρος:
Flux Cored Arc Welding, FCAW, FCA
Μετάφραση:
Flux Cored Arc Welding, FCAW, FCA
Ελληνικός όρος:
Συγκόλληση τόξου πλάσματος
Αγγλικός όρος:
Plasma Arc Welding, PAW
Μετάφραση:
Plasma Arc Welding, PAW
Ελληνικός όρος:
Συγκολλήσιμος
Αγγλικός όρος:
Weldable
Μετάφραση:
Weldable
Ελληνικός όρος:
Συγκολλητικότητα
Αγγλικός όρος:
Weldability
Μετάφραση:
Weldability
Ελληνικός όρος:
Σύγκριση
Αγγλικός όρος:
Comparison
Μετάφραση:
Comparison
Ελληνικός όρος:
Συγκρίσιμα δεδομένα εκπομπών
Αγγλικός όρος:
Comparative emission data
Μετάφραση:
Comparative emission data
Ελληνικός όρος:
Συγκριτικά κριτήρια
Αγγλικός όρος:
Comparative criteria
Μετάφραση:
Comparative criteria
Ελληνικός όρος:
Συγκριτική αξιολόγηση ή συγκριτική βελτιστοποίηση
Αγγλικός όρος:
Performance benchmarking
Μετάφραση:
Performance benchmarking
Ελληνικός όρος:
Συγκριτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Comparative method
Μετάφραση:
Comparative method
Ελληνικός όρος:
Συγκρούσεις ρόλων
Αγγλικός όρος:
Role conflicts
Μετάφραση:
Role conflicts
Ελληνικός όρος:
Συγχρονικές μελέτες
Αγγλικός όρος:
Cross-sectional studies
Μετάφραση:
Cross-sectional studies
Ελληνικός όρος:
Σύγχρονος κινητήρας
Αγγλικός όρος:
Synchronous motor
Μετάφραση:
Synchronous motor
Ελληνικός όρος:
Σύγχυση από ένδειξη
Αγγλικός όρος:
Confounding by indication
Μετάφραση:
Confounding by indication
Ελληνικός όρος:
Συκώτι
Αγγλικός όρος:
Liver
Μετάφραση:
Liver
Ελληνικός όρος:
Συλλέγω
Αγγλικός όρος:
Collect
Μετάφραση:
Collect
Ελληνικός όρος:
Συλλέκτης
Αγγλικός όρος:
Collector or commutator
Μετάφραση:
Collector or commutator
Ελληνικός όρος:
Συλλεκτικές μηχανές
Αγγλικός όρος:
Mechanical harvesters
Μετάφραση:
Mechanical harvesters
Ελληνικός όρος:
Συλλογικές διαπραγματεύσεις
Αγγλικός όρος:
Collective bargaining
Μετάφραση:
Collective bargaining
Ελληνικός όρος:
Συλλογικές συμβάσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Collective agreements, collective labour agreements
Μετάφραση:
Collective agreements, collective labour agreements
Ελληνικός όρος:
Συλλογική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Collaborative study
Μετάφραση:
Collaborative study
Ελληνικός όρος:
Συμβάν
Αγγλικός όρος:
Incident
Μετάφραση:
Incident
Ελληνικός όρος:
Συμβάσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour contracts, contracts of employment
Μετάφραση:
Labour contracts, contracts of employment
Ελληνικός όρος:
Συμβάσεις μερικής απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Part time contracts
Μετάφραση:
Part time contracts
Ελληνικός όρος:
Συμβάσεις ορισμένου χρόνου
Αγγλικός όρος:
Temporary contracts
Μετάφραση:
Temporary contracts
Ελληνικός όρος:
Συμβάσεις υπεργολαβίας
Αγγλικός όρος:
Subcontracts
Μετάφραση:
Subcontracts
Ελληνικός όρος:
Σύμβαση αορίστου χρόνου
Αγγλικός όρος:
Permanent contracts
Μετάφραση:
Permanent contracts
Ελληνικός όρος:
Σύμβαση για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος του Βορειο-Ανατολικού Ατλαντικού
Αγγλικός όρος:
Convention for the Protection of the Marine Environment of the North East Atlantic, OSPAR
Μετάφραση:
Convention for the Protection of the Marine Environment of the North East Atlantic, OSPAR
Ελληνικός όρος:
Σύμβαση σχετικά με τις διεθνείς σιδηροδρομικές μεταφορές επικινδύνων εμπορευμάτων
Αγγλικός όρος:
Convention concerning International Carriage by Rail, COTIF
Μετάφραση:
Convention concerning International Carriage by Rail, COTIF
Ελληνικός όρος:
Σύμβαση της Βασιλείας για τον Έλεγχο της Διασυνοριακής Κίνησης Επικίνδυνων Αποβλήτων και της Διάθεσής τους
Αγγλικός όρος:
Basel Convention on the Control of Transboundary Movements of Hazardous Wastes and their Disposal
Μετάφραση:
Basel Convention on the Control of Transboundary Movements of Hazardous Wastes and their Disposal
Ελληνικός όρος:
Συμβατότητα
Αγγλικός όρος:
Compatibility
Μετάφραση:
Compatibility
Ελληνικός όρος:
Συμβολή με απόσβεση
Αγγλικός όρος:
Destructive interference
Μετάφραση:
Destructive interference
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
207
Page
208
Page
209
Page
210
Τρέχουσα σελίδα
211
Page
212
Page
213
Page
214
Page
215
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »