Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 7849 - 7884 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Σφύρες
Αγγλικός όρος:
Tampers
Μετάφραση:
Tampers
Ελληνικός όρος:
Σφυριά
Αγγλικός όρος:
Hammers
Μετάφραση:
Hammers
Ελληνικός όρος:
Σφύριγμα (αυτιών) ή βόμβος
Αγγλικός όρος:
Tinnitus
Μετάφραση:
Tinnitus
Ελληνικός όρος:
Σχάσιμα νουκλεΐδια
Αγγλικός όρος:
Fissile nuclides
Μετάφραση:
Fissile nuclides
Ελληνικός όρος:
Σχάσιμο υλικό
Αγγλικός όρος:
Fissile material
Μετάφραση:
Fissile material
Ελληνικός όρος:
Σχέδια έκτακτης ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Emergency plans
Μετάφραση:
Emergency plans
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμένη πειραματική μελέτη
Αγγλικός όρος:
Experimental study planned
Μετάφραση:
Experimental study planned
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμός αντιμετώπισης έκτακτων καταστάσεων
Αγγλικός όρος:
Emergency planning
Μετάφραση:
Emergency planning
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμός εξοπλισμού
Αγγλικός όρος:
Equipment design
Μετάφραση:
Equipment design
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμός και διάταξη του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Workplace design and layout
Μετάφραση:
Workplace design and layout
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμός μηχανής
Αγγλικός όρος:
Machine design
Μετάφραση:
Machine design
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμός πειραμάτων
Αγγλικός όρος:
Design of experiments
Μετάφραση:
Design of experiments
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμός ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality planning
Μετάφραση:
Quality planning
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμός συστημάτων εργασίας
Αγγλικός όρος:
Work systems design
Μετάφραση:
Work systems design
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμός τύπου
Αγγλικός όρος:
Design type
Μετάφραση:
Design type
Ελληνικός όρος:
Σχεδιασμός χρήσεων γης
Αγγλικός όρος:
Land-use planning
Μετάφραση:
Land-use planning
Ελληνικός όρος:
Σχέδιο
Αγγλικός όρος:
Design, plan
Μετάφραση:
Design, plan
Ελληνικός όρος:
Σχέδιο HACCP
Αγγλικός όρος:
HACCP plan
Μετάφραση:
HACCP plan
Ελληνικός όρος:
Σχέδιο ασφάλειας και υγείας
Αγγλικός όρος:
Safety and health plan
Μετάφραση:
Safety and health plan
Ελληνικός όρος:
Σχέδιο διαφυγής
Αγγλικός όρος:
Escape plan
Μετάφραση:
Escape plan
Ελληνικός όρος:
Σχέδιο έκτακτης ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Emergency plan
Μετάφραση:
Emergency plan
Ελληνικός όρος:
Σχέδιο ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality plan
Μετάφραση:
Quality plan
Ελληνικός όρος:
Σχέδιο προτύπου
Αγγλικός όρος:
Draft standard
Μετάφραση:
Draft standard
Ελληνικός όρος:
Σχέδιο υλοποίησης του REACH
Αγγλικός όρος:
REACH Implementation project, RIP
Μετάφραση:
REACH Implementation project, RIP
Ελληνικός όρος:
Σχέσεις δομής - δραστικότητας
Αγγλικός όρος:
Structure Activity Relationship (SAR)
Μετάφραση:
Structure Activity Relationship (SAR)
Ελληνικός όρος:
Σχέσεις δόσης-απόκρισης
Αγγλικός όρος:
Dose-response relationship
Μετάφραση:
Dose-response relationship
Ελληνικός όρος:
Σχέσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Labour relations
Μετάφραση:
Labour relations
Ελληνικός όρος:
Σχέση σήματος-θορύβου
Αγγλικός όρος:
Signal to noise ratio
Μετάφραση:
Signal to noise ratio
Ελληνικός όρος:
Σχετιζόμενη συσκευή
Αγγλικός όρος:
Associated apparatus
Μετάφραση:
Associated apparatus
Ελληνικός όρος:
Σχετικά συστατικά
Αγγλικός όρος:
Relevant ingredients
Μετάφραση:
Relevant ingredients
Ελληνικός όρος:
Σχετικά συστατικά στοιχεία
Αγγλικός όρος:
Relevant components
Μετάφραση:
Relevant components
Ελληνικός όρος:
Σχετική απορρόφηση
Αγγλικός όρος:
Relative absorbance
Μετάφραση:
Relative absorbance
Ελληνικός όρος:
Σχετική ένταση
Αγγλικός όρος:
Relative intensity
Μετάφραση:
Relative intensity
Ελληνικός όρος:
Σχετική μετακίνηση ως προς το μέτωπο του διαλύτη
Αγγλικός όρος:
Relative migration to the solvent front
Μετάφραση:
Relative migration to the solvent front
Ελληνικός όρος:
Σχετική πυκνότητα
Αγγλικός όρος:
Relative density
Μετάφραση:
Relative density
Ελληνικός όρος:
Σχετική πυκνότητα ατμών
Αγγλικός όρος:
Vapour density ratio
Μετάφραση:
Vapour density ratio
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
215
Page
216
Page
217
Page
218
Τρέχουσα σελίδα
219
Page
220
Page
221
Page
222
Page
223
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »