Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 8137 - 8172 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Τρεαλόζη
Αγγλικός όρος:
Trehalose
Μετάφραση:
Trehalose
Ελληνικός όρος:
Τρεμολίτης
Αγγλικός όρος:
Tremolite
Μετάφραση:
Tremolite
Ελληνικός όρος:
Τριαιθανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Triethanolamine (TEA)
Μετάφραση:
Triethanolamine (TEA)
Ελληνικός όρος:
Τριαιθυλαμίνη
Αγγλικός όρος:
Triethylamine
Μετάφραση:
Triethylamine
Ελληνικός όρος:
Τριαιθυλενογλυκόλη
Αγγλικός όρος:
Triethyleneglycol (TEG)
Μετάφραση:
Triethyleneglycol (TEG)
Ελληνικός όρος:
Τριακετίνη ή τριακετυλογλυκερόλη
Αγγλικός όρος:
Triacetin or triacetyl glycerin
Μετάφραση:
Triacetin or triacetyl glycerin
Ελληνικός όρος:
Τριαλκυλοβοράνια
Αγγλικός όρος:
Trialkylboranes
Μετάφραση:
Trialkylboranes
Ελληνικός όρος:
Τριαλκυλοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Trialkylacetic acid
Μετάφραση:
Trialkylacetic acid
Ελληνικός όρος:
Τριαλοαιθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Trihaloethylene
Μετάφραση:
Trihaloethylene
Ελληνικός όρος:
Τριαλογονούχος φωσφόρος
Αγγλικός όρος:
Phosphorus trihalide
Μετάφραση:
Phosphorus trihalide
Ελληνικός όρος:
Τριαλομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Trihalomethane
Μετάφραση:
Trihalomethane
Ελληνικός όρος:
Τριβέλια
Αγγλικός όρος:
Broaches
Μετάφραση:
Broaches
Ελληνικός όρος:
Τριβή ή λείανση
Αγγλικός όρος:
Abrasion, attrition, friction
Μετάφραση:
Abrasion, attrition, friction
Ελληνικός όρος:
Τριβίδισμα (απόξεση)
Αγγλικός όρος:
Scraping off
Μετάφραση:
Scraping off
Ελληνικός όρος:
Τριβουτυλοκασσιτεροξείδιο
Αγγλικός όρος:
Tributyltin oxide
Μετάφραση:
Tributyltin oxide
Ελληνικός όρος:
Τριβρωμιούχο βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron tribromide
Μετάφραση:
Boron tribromide
Ελληνικός όρος:
Τριβρωμοανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Tribromoaniline
Μετάφραση:
Tribromoaniline
Ελληνικός όρος:
Τριδεκανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Tridecanoic acid
Μετάφραση:
Tridecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Τριδυμίτης
Αγγλικός όρος:
Tridymite
Μετάφραση:
Tridymite
Ελληνικός όρος:
Τριισοπροπανολαμίνη ή τρι-2-προπανολαμίνη
Αγγλικός όρος:
Triisopropanolamine or tri-2-propanolamine (TIPA)
Μετάφραση:
Triisopropanolamine or tri-2-propanolamine (TIPA)
Ελληνικός όρος:
Τριιωδομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Triiodomethane, iodoform
Μετάφραση:
Triiodomethane, iodoform
Ελληνικός όρος:
Τρικαρβαλλυλικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Tricarballylic acid
Μετάφραση:
Tricarballylic acid
Ελληνικός όρος:
Τρικαρβονυλοκυκλοπενταδιενυλικό μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese cyclopentadienyl tricarbonyl
Μετάφραση:
Manganese cyclopentadienyl tricarbonyl
Ελληνικός όρος:
Τρικαρβονυλομεθυλοκυκλοπενταδιενυλικό μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Methylcyclopentadienyl manganese tricarbonyl
Μετάφραση:
Methylcyclopentadienyl manganese tricarbonyl
Ελληνικός όρος:
Τρικυκλαζόλη
Αγγλικός όρος:
Tricyclazole
Μετάφραση:
Tricyclazole
Ελληνικός όρος:
Τριμεθυλαμίνη ή Ν,Ν-διμεθυλομεθαναμίνη
Αγγλικός όρος:
Trimethylamine or N,N-dimethylmethanamine
Μετάφραση:
Trimethylamine or N,N-dimethylmethanamine
Ελληνικός όρος:
Τριμεθυλοβενζοϊκό οξύ 2,4,6-
Αγγλικός όρος:
Mesitoic acid, 2,4,6-trimethylbenzoic acid
Μετάφραση:
Mesitoic acid, 2,4,6-trimethylbenzoic acid
Ελληνικός όρος:
Τριμεθυλοβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Trimethylbenzene
Μετάφραση:
Trimethylbenzene
Ελληνικός όρος:
Τριμεθυλοβενζόλιο 1,2,4-
Αγγλικός όρος:
1,2,4-trimethylbenzene, pseudocumene
Μετάφραση:
1,2,4-trimethylbenzene, pseudocumene
Ελληνικός όρος:
Τριμεθυλοβενζόλιο 1,3,5-
Αγγλικός όρος:
1,3,5-trimethylbenzene, mesitylene
Μετάφραση:
1,3,5-trimethylbenzene, mesitylene
Ελληνικός όρος:
Τριμεθυλοβενζοφαινόνη
Αγγλικός όρος:
Trimethylbenzophenone
Μετάφραση:
Trimethylbenzophenone
Ελληνικός όρος:
Τριμεθυλογλυκίνη
Αγγλικός όρος:
Betaine, trimethylglycine
Μετάφραση:
Betaine, trimethylglycine
Ελληνικός όρος:
Τριμεθυλοπεντάνιο
Αγγλικός όρος:
Trimethylpentane
Μετάφραση:
Trimethylpentane
Ελληνικός όρος:
Τριμεθυλοπεντένιο
Αγγλικός όρος:
Trimethylpentene
Μετάφραση:
Trimethylpentene
Ελληνικός όρος:
Τριμελιτικός ανυδρίτης
Αγγλικός όρος:
Trimelitic anhydride
Μετάφραση:
Trimelitic anhydride
Ελληνικός όρος:
Τρινιτρική κυτταρίνη
Αγγλικός όρος:
Cellulose trinitrate
Μετάφραση:
Cellulose trinitrate
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
223
Page
224
Page
225
Page
226
Τρέχουσα σελίδα
227
Page
228
Page
229
Page
230
Page
231
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »