Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 8821 - 8856 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Φωσφογλυκεριδιο αιθανολαμίνης
Αγγλικός όρος:
Ethanolamine phosphoglyceride, phosphatidyl ethanolamine
Μετάφραση:
Ethanolamine phosphoglyceride, phosphatidyl ethanolamine
Ελληνικός όρος:
Φωσφογλυκερίδιο χολίνης
Αγγλικός όρος:
Choline phosphoglyceride, phosphatidyl choline
Μετάφραση:
Choline phosphoglyceride, phosphatidyl choline
Ελληνικός όρος:
Φωσφογλυκερινικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Phosphoglyceric acid
Μετάφραση:
Phosphoglyceric acid
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικά άλατα καλίου
Αγγλικός όρος:
Potassium phosphates
Μετάφραση:
Potassium phosphates
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικά άλατα νατρίου
Αγγλικός όρος:
Sodium phosphates
Μετάφραση:
Sodium phosphates
Ελληνικός όρος:
Φωσφορική επικάλυψη
Αγγλικός όρος:
Phosphating
Μετάφραση:
Phosphating
Ελληνικός όρος:
Φωσφορική σκωρία
Αγγλικός όρος:
Phosphorous slag
Μετάφραση:
Phosphorous slag
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό
Αγγλικός όρος:
Phosphate
Μετάφραση:
Phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium phosphate
Μετάφραση:
Ammonium phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium phosphate
Μετάφραση:
Aluminium phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium phosphate
Μετάφραση:
Beryllium phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron phosphate
Μετάφραση:
Boron phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό διβουτύλιο ή φωσφορικός διβουτυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dibutyl phosphate
Μετάφραση:
Dibutyl phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό λίθιο
Αγγλικός όρος:
Lithium phosphate
Μετάφραση:
Lithium phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese phosphate
Μετάφραση:
Manganese phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό μαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Magnesium phosphate
Μετάφραση:
Magnesium phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό νικοτιναμιδο αδενινοδινουκλεοτίδιο
Αγγλικός όρος:
Nicotinamide adenine dinucleotide phosphate, NADP
Μετάφραση:
Nicotinamide adenine dinucleotide phosphate, NADP
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Phosphoric acid, orthophosphoric acid
Μετάφραση:
Phosphoric acid, orthophosphoric acid
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό τριαιθύλιο
Αγγλικός όρος:
Triethyl phosphate
Μετάφραση:
Triethyl phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό τριβουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Tributyl phosphate
Μετάφραση:
Tributyl phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό τρις (2,3-διβρωμοπροπύλιο)
Αγγλικός όρος:
Tris (2,3-dibromopropyl) phosphate
Μετάφραση:
Tris (2,3-dibromopropyl) phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικό χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium phosphate
Μετάφραση:
Chromium phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικός διβουτυλοφαινυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Dibutyl phenyl phospate
Μετάφραση:
Dibutyl phenyl phospate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Phosphate ester
Μετάφραση:
Phosphate ester
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικός εστέρας του τριορθοκρεζυλίου
Αγγλικός όρος:
Triorthocresyl phosphate
Μετάφραση:
Triorthocresyl phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικός εστέρας του τριφαινυλίου
Αγγλικός όρος:
Triphenyl phosphate (TPP)
Μετάφραση:
Triphenyl phosphate (TPP)
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικός τρικρεζυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Tricresyl phosphate
Μετάφραση:
Tricresyl phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορικός χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper phosphate
Μετάφραση:
Copper phosphate
Ελληνικός όρος:
Φωσφορισμός
Αγγλικός όρος:
Phosphorescence
Μετάφραση:
Phosphorescence
Ελληνικός όρος:
Φωσφόρος
Αγγλικός όρος:
Phosphorus
Μετάφραση:
Phosphorus
Ελληνικός όρος:
Φωσφορώδες οξύ
Αγγλικός όρος:
Phosphorous acid
Μετάφραση:
Phosphorous acid
Ελληνικός όρος:
Φωσφορώδης
Αγγλικός όρος:
Phosphite
Μετάφραση:
Phosphite
Ελληνικός όρος:
Φωσφορώδης εστέρας του τριμεθυλίου ή τριμεθυλοφωσφίνη ή φωσφορώδες μεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Trimethylphosphite or trimethoxyphospine or methyl phosphite
Μετάφραση:
Trimethylphosphite or trimethoxyphospine or methyl phosphite
Ελληνικός όρος:
Φωσφορώδης τριξιλυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Trixilyl phosphite
Μετάφραση:
Trixilyl phosphite
Ελληνικός όρος:
Φωσφωνιακό άλας
Αγγλικός όρος:
Phosphonium salt
Μετάφραση:
Phosphonium salt
Ελληνικός όρος:
Φωταγωγός κτιρίου
Αγγλικός όρος:
Light well
Μετάφραση:
Light well
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
242
Page
243
Page
244
Page
245
Τρέχουσα σελίδα
246
Page
247
Page
248
Page
249
Page
250
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »