Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1261 - 1296 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αποφυγή τραυματισμού
Αγγλικός όρος:
Avoid injury
Μετάφραση:
Avoid injury
Ελληνικός όρος:
Αποχαρακτηρισμός αποβλήτων
Αγγλικός όρος:
End of waste criteria
Μετάφραση:
End of waste criteria
Ελληνικός όρος:
Αποχέτευση
Αγγλικός όρος:
Drain
Μετάφραση:
Drain
Ελληνικός όρος:
Αποχρωματισμός
Αγγλικός όρος:
Bleaching
Μετάφραση:
Bleaching
Ελληνικός όρος:
Αποχρωμίωση
Αγγλικός όρος:
Dechromatation
Μετάφραση:
Dechromatation
Ελληνικός όρος:
Απροσδιόριστο σφάλμα
Αγγλικός όρος:
Indeterminate error
Μετάφραση:
Indeterminate error
Ελληνικός όρος:
Απροσδόκητη εκκίνηση
Αγγλικός όρος:
Unexpected start-up
Μετάφραση:
Unexpected start-up
Ελληνικός όρος:
Άπω υπέρυθρη
Αγγλικός όρος:
Far infrared
Μετάφραση:
Far infrared
Ελληνικός όρος:
Απώλεια
Αγγλικός όρος:
Loss
Μετάφραση:
Loss
Ελληνικός όρος:
Απώλεια ακοής
Αγγλικός όρος:
Hearing loss, weak hearing
Μετάφραση:
Hearing loss, weak hearing
Ελληνικός όρος:
Απώλεια θερμότητας
Αγγλικός όρος:
Heat loss
Μετάφραση:
Heat loss
Ελληνικός όρος:
Απώλεια λόγω παρεμβολής
Αγγλικός όρος:
Insertion loss
Μετάφραση:
Insertion loss
Ελληνικός όρος:
Απώλεια χρόνου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Lost working time
Μετάφραση:
Lost working time
Ελληνικός όρος:
Απωλεσθείσες ημέρες
Αγγλικός όρος:
Days lost
Μετάφραση:
Days lost
Ελληνικός όρος:
Αραβάνη
Αγγλικός όρος:
Araban
Μετάφραση:
Araban
Ελληνικός όρος:
Αραβινόζη
Αγγλικός όρος:
Arabinose
Μετάφραση:
Arabinose
Ελληνικός όρος:
Αραβινοζίτης
Αγγλικός όρος:
Arabinoside
Μετάφραση:
Arabinoside
Ελληνικός όρος:
Αραβινοπυρανόζη
Αγγλικός όρος:
Arabinopyranose
Μετάφραση:
Arabinopyranose
Ελληνικός όρος:
Αραγωνίτης
Αγγλικός όρος:
Aragonite
Μετάφραση:
Aragonite
Ελληνικός όρος:
Αραιό
Αγγλικός όρος:
Dilute
Μετάφραση:
Dilute
Ελληνικός όρος:
Αραιώνω
Αγγλικός όρος:
Dilute
Μετάφραση:
Dilute
Ελληνικός όρος:
Αραίωση
Αγγλικός όρος:
Dilution
Μετάφραση:
Dilution
Ελληνικός όρος:
Αραίωση κόλλας
Αγγλικός όρος:
Dilution of pastes
Μετάφραση:
Dilution of pastes
Ελληνικός όρος:
Αραιωτικό
Αγγλικός όρος:
Diluent
Μετάφραση:
Diluent
Ελληνικός όρος:
Αργιλικό (πέτρωμα)
Αγγλικός όρος:
Argillaceous
Μετάφραση:
Argillaceous
Ελληνικός όρος:
Αργίλιο ή αλουμίνιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium, Al
Μετάφραση:
Aluminium, Al
Ελληνικός όρος:
Αργιλίου καπνοί συγκολλήσεων
Αγγλικός όρος:
Aluminium welding fumes
Μετάφραση:
Aluminium welding fumes
Ελληνικός όρος:
Αργιλίου πυροφορική σκόνη
Αγγλικός όρος:
Aluminium pyro powders
Μετάφραση:
Aluminium pyro powders
Ελληνικός όρος:
Αργιλιούχος
Αγγλικός όρος:
Argilliferous
Μετάφραση:
Argilliferous
Ελληνικός όρος:
Άργιλος
Αγγλικός όρος:
Clays
Μετάφραση:
Clays
Ελληνικός όρος:
Αργιλούχα υλικά από εξαντλημένα φίλτρα
Αγγλικός όρος:
Spent filter clays
Μετάφραση:
Spent filter clays
Ελληνικός όρος:
Αργινίνη
Αγγλικός όρος:
Arginine, Arg, R
Μετάφραση:
Arginine, Arg, R
Ελληνικός όρος:
Αργό
Αγγλικός όρος:
Argon, Ar
Μετάφραση:
Argon, Ar
Ελληνικός όρος:
Αργό πετρέλαιο
Αγγλικός όρος:
Crude oil
Μετάφραση:
Crude oil
Ελληνικός όρος:
Αργυρία (χρόνια δηλητηρίαση από άργυρο)
Αγγλικός όρος:
Argyria
Μετάφραση:
Argyria
Ελληνικός όρος:
Αργυρομετρία
Αγγλικός όρος:
Argentometry
Μετάφραση:
Argentometry
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
32
Page
33
Page
34
Page
35
Τρέχουσα σελίδα
36
Page
37
Page
38
Page
39
Page
40
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »