Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1477 - 1512 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ατυχήματα στον τομέα των μεταφορών
Αγγλικός όρος:
Transport accidents
Μετάφραση:
Transport accidents
Ελληνικός όρος:
Αυθαίρετος
Αγγλικός όρος:
Arbitrary
Μετάφραση:
Arbitrary
Ελληνικός όρος:
Αυλάκωση
Αγγλικός όρος:
Chase-cutting
Μετάφραση:
Chase-cutting
Ελληνικός όρος:
Αυξημένη ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Increased safety
Μετάφραση:
Increased safety
Ελληνικός όρος:
Αύξηση
Αγγλικός όρος:
Growth, increase
Μετάφραση:
Growth, increase
Ελληνικός όρος:
Αυξητικός παράγοντας νεύρων
Αγγλικός όρος:
Nerve growth factor, NGF
Μετάφραση:
Nerve growth factor, NGF
Ελληνικός όρος:
Αϋπνία
Αγγλικός όρος:
Sleeplessness or insomnia
Μετάφραση:
Sleeplessness or insomnia
Ελληνικός όρος:
Αυστηρός περιορισμός
Αγγλικός όρος:
Severe restriction
Μετάφραση:
Severe restriction
Ελληνικός όρος:
Αυταναφλέγεται εάν εκτεθεί στον αέρα
Αγγλικός όρος:
Catches fire spontaneously if exposed to air
Μετάφραση:
Catches fire spontaneously if exposed to air
Ελληνικός όρος:
Αυτανάφλεξη
Αγγλικός όρος:
Spontaneous ignition
Μετάφραση:
Spontaneous ignition
Ελληνικός όρος:
Αυτενεργή βαλβίδα εξαερισμού
Αγγλικός όρος:
Self-operating ventilation valve
Μετάφραση:
Self-operating ventilation valve
Ελληνικός όρος:
Αυτί
Αγγλικός όρος:
Ear
Μετάφραση:
Ear
Ελληνικός όρος:
Αυτοαναφλέγεται στον αέρα
Αγγλικός όρος:
Spontaneously flammable in air
Μετάφραση:
Spontaneously flammable in air
Ελληνικός όρος:
Αυτοαναφλεγόμενο
Αγγλικός όρος:
Spontaneous flammable
Μετάφραση:
Spontaneous flammable
Ελληνικός όρος:
Αυτοαντιδρώσα ουσία
Αγγλικός όρος:
Self-reactive substance
Μετάφραση:
Self-reactive substance
Ελληνικός όρος:
Αυτοαντιδρώσες ουσίες
Αγγλικός όρος:
Self –reactive substances
Μετάφραση:
Self –reactive substances
Ελληνικός όρος:
Αυτοαξιολόγηση
Αγγλικός όρος:
Self-assessment
Μετάφραση:
Self-assessment
Ελληνικός όρος:
Αυτοαπασχολούμενο άτομο
Αγγλικός όρος:
Self-employed person
Μετάφραση:
Self-employed person
Ελληνικός όρος:
Αυτοδιάσωση
Αγγλικός όρος:
Self-rescue
Μετάφραση:
Self-rescue
Ελληνικός όρος:
Αυτοέλεγχος
Αγγλικός όρος:
Autocontrol, self-inspection, self-control
Μετάφραση:
Autocontrol, self-inspection, self-control
Ελληνικός όρος:
Αυτοθερμαίνεται
Αγγλικός όρος:
Self-heating
Μετάφραση:
Self-heating
Ελληνικός όρος:
Αυτοθερμενόμενη ουσία
Αγγλικός όρος:
Self-heating substance
Μετάφραση:
Self-heating substance
Ελληνικός όρος:
Αυτοκολλητικότητα
Αγγλικός όρος:
Cohesive tachiness
Μετάφραση:
Cohesive tachiness
Ελληνικός όρος:
Αυτόματες γραμμές συναρμολόγησης
Αγγλικός όρος:
Automated assembly lines
Μετάφραση:
Automated assembly lines
Ελληνικός όρος:
Αυτοματισμοί (-ος)
Αγγλικός όρος:
Automation
Μετάφραση:
Automation
Ελληνικός όρος:
Αυτοματοποιημένη λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Automated function
Μετάφραση:
Automated function
Ελληνικός όρος:
Αυτόνομη ή αυτοτελής μάσκα
Αγγλικός όρος:
Self-contained mask
Μετάφραση:
Self-contained mask
Ελληνικός όρος:
Αυτορυθμιζόμενη φωτεινή διαπερατότητα
Αγγλικός όρος:
Switchable luminous transmittance
Μετάφραση:
Switchable luminous transmittance
Ελληνικός όρος:
Αυτοτελής Μονάδα Μεταφοράς Φορτίου
Αγγλικός όρος:
Unit Load Device, ULD
Μετάφραση:
Unit Load Device, ULD
Ελληνικός όρος:
Αυχένας
Αγγλικός όρος:
Nape
Μετάφραση:
Nape
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση (υλικού)
Αγγλικός όρος:
Removal
Μετάφραση:
Removal
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση ινών
Αγγλικός όρος:
Defibrating
Μετάφραση:
Defibrating
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση ξυλοτύπων
Αγγλικός όρος:
Formwork removal
Μετάφραση:
Formwork removal
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση οξειδώσεων
Αγγλικός όρος:
Removal of rust film
Μετάφραση:
Removal of rust film
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση παλαιών επιστρώσεων
Αγγλικός όρος:
Removal of old coating
Μετάφραση:
Removal of old coating
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση σκωρίας
Αγγλικός όρος:
Removal of rust
Μετάφραση:
Removal of rust
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
38
Page
39
Page
40
Page
41
Τρέχουσα σελίδα
42
Page
43
Page
44
Page
45
Page
46
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »