Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1513 - 1548 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Αφαίρεση χρωστικής
Αγγλικός όρος:
Depigmentation
Μετάφραση:
Depigmentation
Ελληνικός όρος:
Αφαιρέστε / Βγάλτε αμέσως όλα τα μολυσμένα ρούχα
Αγγλικός όρος:
Remove/Take off immediately all contaminated clothing
Μετάφραση:
Remove/Take off immediately all contaminated clothing
Ελληνικός όρος:
Αφαιρέστε αμέσως όλα τα ενδύματα που έχουν μολυνθεί
Αγγλικός όρος:
Take off immediately all contaminated clothing
Μετάφραση:
Take off immediately all contaminated clothing
Ελληνικός όρος:
Αφαιρέστε προσεκτικά τα σωματίδια που έχουν μείνει στο δέρμα
Αγγλικός όρος:
Brush off loose particles from skin
Μετάφραση:
Brush off loose particles from skin
Ελληνικός όρος:
Πλύντε με άφθονο δροσερό νερό/τυλίξτε με βρεγμένους επιδέσμους
Αγγλικός όρος:
Immerse in cool water/wrap in wet bandages
Μετάφραση:
Immerse in cool water/wrap in wet bandages
Ελληνικός όρος:
Αφαιρούμενο αμάξωμα
Αγγλικός όρος:
Swap body
Μετάφραση:
Swap body
Ελληνικός όρος:
Αφθώδης πυρετός
Αγγλικός όρος:
Foot and mouth disease
Μετάφραση:
Foot and mouth disease
Ελληνικός όρος:
Άφνιο
Αγγλικός όρος:
Hafnium (Hf)
Μετάφραση:
Hafnium (Hf)
Ελληνικός όρος:
Αφροδιόγκωση
Αγγλικός όρος:
Foaming
Μετάφραση:
Foaming
Ελληνικός όρος:
Αφρός
Αγγλικός όρος:
Foam
Μετάφραση:
Foam
Ελληνικός όρος:
Αφρός γέμισης
Αγγλικός όρος:
Foam filling
Μετάφραση:
Foam filling
Ελληνικός όρος:
Αφυδατικό μέσο
Αγγλικός όρος:
Dewatering agent
Μετάφραση:
Dewatering agent
Ελληνικός όρος:
Αφυδραλογόνωση
Αγγλικός όρος:
Dehydrohalogenation
Μετάφραση:
Dehydrohalogenation
Ελληνικός όρος:
Αφυδραργύρωση
Αγγλικός όρος:
Demercuration
Μετάφραση:
Demercuration
Ελληνικός όρος:
Αφυδροαβιετικό
Αγγλικός όρος:
Dehydroabietic
Μετάφραση:
Dehydroabietic
Ελληνικός όρος:
Αφυδροχολιστερόλη ή δεϋδροχολιστερόλη
Αγγλικός όρος:
Dehydrocholesterol
Μετάφραση:
Dehydrocholesterol
Ελληνικός όρος:
Αξιολόγηση Χημικής Ασφάλειας, ΑΧΑ
Αγγλικός όρος:
Chemical Safety Assessment, CSA
Μετάφραση:
Chemical Safety Assessment, CSA
Ελληνικός όρος:
Αχλαδέλαιο
Αγγλικός όρος:
Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil
Μετάφραση:
Amyl acetate, pentyl acetate, pear oil
Ελληνικός όρος:
α-χλωροακετοφαινόνη ή δακρυγόνο αέριο
Αγγλικός όρος:
α-chloroacetophenone, tear gas
Μετάφραση:
α-chloroacetophenone, tear gas
Ελληνικός όρος:
Άχρωμο
Αγγλικός όρος:
Colourless
Μετάφραση:
Colourless
Ελληνικός όρος:
Βαγάσση
Αγγλικός όρος:
Bagasse
Μετάφραση:
Bagasse
Ελληνικός όρος:
Βαγόνι
Αγγλικός όρος:
Wagon
Μετάφραση:
Wagon
Ελληνικός όρος:
Βαγοτομή
Αγγλικός όρος:
Vagotomy
Μετάφραση:
Vagotomy
Ελληνικός όρος:
Βαζελίνη
Αγγλικός όρος:
Vaseline
Μετάφραση:
Vaseline
Ελληνικός όρος:
Βαθμοί ελευθερίας
Αγγλικός όρος:
Degrees of freedom
Μετάφραση:
Degrees of freedom
Ελληνικός όρος:
Βαθμολογημένο χαρτί
Αγγλικός όρος:
Ruled chart paper
Μετάφραση:
Ruled chart paper
Ελληνικός όρος:
Βαθμονόμηση
Αγγλικός όρος:
Calibration
Μετάφραση:
Calibration
Ελληνικός όρος:
Βαθμονομητής
Αγγλικός όρος:
Calibrant
Μετάφραση:
Calibrant
Ελληνικός όρος:
Βαθμός
Αγγλικός όρος:
Grade
Μετάφραση:
Grade
Ελληνικός όρος:
Βαθμός αποθείωσης
Αγγλικός όρος:
Desulphurisation rate
Μετάφραση:
Desulphurisation rate
Ελληνικός όρος:
Βαθμός διασποράς
Αγγλικός όρος:
Degree of dispersion
Μετάφραση:
Degree of dispersion
Ελληνικός όρος:
Βαθμός έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Extent of exposure
Μετάφραση:
Extent of exposure
Ελληνικός όρος:
Βαθμός λεπτομέρειας
Αγγλικός όρος:
Level of detail
Μετάφραση:
Level of detail
Ελληνικός όρος:
Βαθμός προστασίας περιβλημάτων
Αγγλικός όρος:
Degree of protection of enclosures
Μετάφραση:
Degree of protection of enclosures
Ελληνικός όρος:
Βαθύς ήχος
Αγγλικός όρος:
Bass
Μετάφραση:
Bass
Ελληνικός όρος:
Βάκιλλος
Αγγλικός όρος:
Bacillus
Μετάφραση:
Bacillus
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
39
Page
40
Page
41
Page
42
Τρέχουσα σελίδα
43
Page
44
Page
45
Page
46
Page
47
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »