Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 181 - 216 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ασπαραγίνη
Αγγλικός όρος:
Asparagine
Μετάφραση:
Asparagine
Ελληνικός όρος:
Ασπαρτικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aspartic acid
Μετάφραση:
Aspartic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοηλεκτρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminosuccinic acid
Μετάφραση:
Aminosuccinic acid
Ελληνικός όρος:
Κυστίνη
Αγγλικός όρος:
Cystine
Μετάφραση:
Cystine
Ελληνικός όρος:
Κυστεΐνη
Αγγλικός όρος:
Cysteine
Μετάφραση:
Cysteine
Ελληνικός όρος:
Κυστεϊνυλογλυκίνη
Αγγλικός όρος:
Cysteinylglycine
Μετάφραση:
Cysteinylglycine
Ελληνικός όρος:
Γουανίνη
Αγγλικός όρος:
Guanine
Μετάφραση:
Guanine
Ελληνικός όρος:
Γλουταμίνη
Αγγλικός όρος:
Glutamine
Μετάφραση:
Glutamine
Ελληνικός όρος:
Γλουταμικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Glutamic acid
Μετάφραση:
Glutamic acid
Ελληνικός όρος:
Α-αμινογλουταρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Α-aminoglutaric acid
Μετάφραση:
Α-aminoglutaric acid
Ελληνικός όρος:
Γλουταμυλοκυστεΐνη
Αγγλικός όρος:
Glutamylcysteine
Μετάφραση:
Glutamylcysteine
Ελληνικός όρος:
Γλυκίνη
Αγγλικός όρος:
Glycine
Μετάφραση:
Glycine
Ελληνικός όρος:
Αμινοοξικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminoacetic acid
Μετάφραση:
Aminoacetic acid
Ελληνικός όρος:
Αμινοαιθανικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Aminoethanoic acid
Μετάφραση:
Aminoethanoic acid
Ελληνικός όρος:
Ιστιδίνη
Αγγλικός όρος:
Histidine
Μετάφραση:
Histidine
Ελληνικός όρος:
Υδροξυλυσίνη
Αγγλικός όρος:
Hydroxylysine
Μετάφραση:
Hydroxylysine
Ελληνικός όρος:
Υδροξυπρολίνη
Αγγλικός όρος:
Hydroxyproline
Μετάφραση:
Hydroxyproline
Ελληνικός όρος:
Ισολευκίνη
Αγγλικός όρος:
Isoleucine
Μετάφραση:
Isoleucine
Ελληνικός όρος:
Λευκίνη
Αγγλικός όρος:
Leucine
Μετάφραση:
Leucine
Ελληνικός όρος:
Α-αμινοϊσοκαπροϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Α-aminoisocaproic acid
Μετάφραση:
Α-aminoisocaproic acid
Ελληνικός όρος:
Λυσίνη
Αγγλικός όρος:
Lysine
Μετάφραση:
Lysine
Ελληνικός όρος:
Μεθειονίνη
Αγγλικός όρος:
Methionine
Μετάφραση:
Methionine
Ελληνικός όρος:
Φαινυλαλανίνη
Αγγλικός όρος:
Phenylalanine
Μετάφραση:
Phenylalanine
Ελληνικός όρος:
Προλίνη
Αγγλικός όρος:
Proline
Μετάφραση:
Proline
Ελληνικός όρος:
Σερίνη
Αγγλικός όρος:
Serine
Μετάφραση:
Serine
Ελληνικός όρος:
Θρεονίνη
Αγγλικός όρος:
Threonine
Μετάφραση:
Threonine
Ελληνικός όρος:
Θυμίνη
Αγγλικός όρος:
Thymine
Μετάφραση:
Thymine
Ελληνικός όρος:
Θρυπτοφάνη
Αγγλικός όρος:
Tryptophane
Μετάφραση:
Tryptophane
Ελληνικός όρος:
Τυροσίνη
Αγγλικός όρος:
Tyrosine
Μετάφραση:
Tyrosine
Ελληνικός όρος:
Βαλίνη
Αγγλικός όρος:
Valin
Μετάφραση:
Valin
Ελληνικός όρος:
Ακτινική χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Radial paper chromatography
Μετάφραση:
Radial paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Ανιούσα χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Ascending paper chromatography
Μετάφραση:
Ascending paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Κατιούσα χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Descending paper chromatography
Μετάφραση:
Descending paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Δισδιάστατη χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Two-dimensional paper chromatography
Μετάφραση:
Two-dimensional paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Επίπεδη χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Planar chromatography
Μετάφραση:
Planar chromatography
Ελληνικός όρος:
Μετωπική χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Frontal chromatography
Μετάφραση:
Frontal chromatography
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Τρέχουσα σελίδα
6
Page
7
Page
8
Page
9
Page
10
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »