Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1837 - 1872 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Βρετανικός Φορέας Τυποποίησης
Αγγλικός όρος:
British Standards Institution, BSI
Μετάφραση:
British Standards Institution, BSI
Ελληνικός όρος:
Βρογχίτιδα
Αγγλικός όρος:
Bronchitis
Μετάφραση:
Bronchitis
Ελληνικός όρος:
Βρόγχοι
Αγγλικός όρος:
Bronchi
Μετάφραση:
Bronchi
Ελληνικός όρος:
Βρόγχοι διάσωσης
Αγγλικός όρος:
Rescue loops
Μετάφραση:
Rescue loops
Ελληνικός όρος:
Βρογχοκήλη
Αγγλικός όρος:
Goiter
Μετάφραση:
Goiter
Ελληνικός όρος:
Βρογχοπνευμονικός καθαρισμός
Αγγλικός όρος:
Bronchopulmonary lavage
Μετάφραση:
Bronchopulmonary lavage
Ελληνικός όρος:
Βρόγχος (π.χ. ηλεκτρικός)
Αγγλικός όρος:
Loop
Μετάφραση:
Loop
Ελληνικός όρος:
Βρογχοσκόπηση
Αγγλικός όρος:
Bronchoscopy
Μετάφραση:
Bronchoscopy
Ελληνικός όρος:
Βροντώδης υδράργυρος
Αγγλικός όρος:
Mercury fulminate
Μετάφραση:
Mercury fulminate
Ελληνικός όρος:
Βροσύλιο
Αγγλικός όρος:
Brosyl, Bs
Μετάφραση:
Brosyl, Bs
Ελληνικός όρος:
Βροχόμετρο
Αγγλικός όρος:
Rain-gauge ombrometer
Μετάφραση:
Rain-gauge ombrometer
Ελληνικός όρος:
Βρωμακίλη
Αγγλικός όρος:
Bromacil
Μετάφραση:
Bromacil
Ελληνικός όρος:
Βρώμη
Αγγλικός όρος:
Oat
Μετάφραση:
Oat
Ελληνικός όρος:
Βρώμιο
Αγγλικός όρος:
Bromine, Br
Μετάφραση:
Bromine, Br
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχες οργανικές ενώσεις
Αγγλικός όρος:
Brominated organic compounds
Μετάφραση:
Brominated organic compounds
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο αιθύλιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl bromide
Μετάφραση:
Ethyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο αιθυλομαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Ethylmagnesium bromide
Μετάφραση:
Ethylmagnesium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium bromide
Μετάφραση:
Aluminium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο αρσενικό
Αγγλικός όρος:
Arsenic bromide
Μετάφραση:
Arsenic bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium bromide
Μετάφραση:
Calcium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium bromide
Μετάφραση:
Barium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο βηρύλλιο
Αγγλικός όρος:
Beryllium bromide
Μετάφραση:
Beryllium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο ή βρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Bromide
Μετάφραση:
Bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο ισοβουτύλιο
Αγγλικός όρος:
Isobutyl bromide
Μετάφραση:
Isobutyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium bromide
Μετάφραση:
Cadmium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο κοβάλτιο
Αγγλικός όρος:
Cobalt bromide
Μετάφραση:
Cobalt bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο νερό
Αγγλικός όρος:
Bromine water
Μετάφραση:
Bromine water
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχο χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium bromide
Μετάφραση:
Chromium bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμιούχος χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper bromide
Μετάφραση:
Copper bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμίωση
Αγγλικός όρος:
Bromination
Μετάφραση:
Bromination
Ελληνικός όρος:
Βρωμοαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethyl bromide
Μετάφραση:
Ethyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμοαιθανόλη 2-
Αγγλικός όρος:
Ethylene bromohydrin, 2-bromoethanol
Μετάφραση:
Ethylene bromohydrin, 2-bromoethanol
Ελληνικός όρος:
Βρωμοακετόνη
Αγγλικός όρος:
Bromoacetone, bromopropanone
Μετάφραση:
Bromoacetone, bromopropanone
Ελληνικός όρος:
Βρωμοακετονικό οξύ ή βρωμοαιθανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Bromoacetic acid, bromoethanoic acid
Μετάφραση:
Bromoacetic acid, bromoethanoic acid
Ελληνικός όρος:
Βρωμοαλκάνιο ή αλκυλοβρωμίδιο
Αγγλικός όρος:
Bromoalkane, alkyl bromide
Μετάφραση:
Bromoalkane, alkyl bromide
Ελληνικός όρος:
Βρωμοανιλίνη
Αγγλικός όρος:
Bromoaniline
Μετάφραση:
Bromoaniline
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
48
Page
49
Page
50
Page
51
Τρέχουσα σελίδα
52
Page
53
Page
54
Page
55
Page
56
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »