Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1945 - 1980 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Γενετική
Αγγλικός όρος:
Genetics
Μετάφραση:
Genetics
Ελληνικός όρος:
Γενετική βλάβη
Αγγλικός όρος:
Genetic damage
Μετάφραση:
Genetic damage
Ελληνικός όρος:
Γενετική μηχανική
Αγγλικός όρος:
Genetic engineering
Μετάφραση:
Genetic engineering
Ελληνικός όρος:
Γενετική τεχνολογία
Αγγλικός όρος:
Gene technology
Μετάφραση:
Gene technology
Ελληνικός όρος:
Γενετική τοξικολογία
Αγγλικός όρος:
Genetic toxicology
Μετάφραση:
Genetic toxicology
Ελληνικός όρος:
Γενετικό υλικό
Αγγλικός όρος:
Genetic material
Μετάφραση:
Genetic material
Ελληνικός όρος:
Γενετικός κώδικας
Αγγλικός όρος:
Genetic code
Μετάφραση:
Genetic code
Ελληνικός όρος:
Γενετικός πολυμορφισμός
Αγγλικός όρος:
Genetic polymorphisms
Μετάφραση:
Genetic polymorphisms
Ελληνικός όρος:
Γενετικώς τροποποιημένα τρόφιμα
Αγγλικός όρος:
Genetically modified food
Μετάφραση:
Genetically modified food
Ελληνικός όρος:
Γενικά όρια συγκέντρωσης
Αγγλικός όρος:
Generic concentration limits
Μετάφραση:
Generic concentration limits
Ελληνικός όρος:
Γενικές απαιτήσεις
Αγγλικός όρος:
General requirements
Μετάφραση:
General requirements
Ελληνικός όρος:
Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας
Αγγλικός όρος:
General Secretariat for Research and Technology, GSRT
Μετάφραση:
General Secretariat for Research and Technology, GSRT
Ελληνικός όρος:
Γενική Διεύθυνση Συνθηκών & Υγιεινής της Εργασίας
Αγγλικός όρος:
General Directorate of Working Conditions and Health
Μετάφραση:
General Directorate of Working Conditions and Health
Ελληνικός όρος:
Γενική επιθεώρηση
Αγγλικός όρος:
General survey
Μετάφραση:
General survey
Ελληνικός όρος:
Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών και Εμπόρων Ελλάδος
Αγγλικός όρος:
Confederation of Small and Medium-sized Enterprises of Greece, GSEVEE
Μετάφραση:
Confederation of Small and Medium-sized Enterprises of Greece, GSEVEE
Ελληνικός όρος:
Γενική Συνομοσπονδία Εργατών Ελλάδος
Αγγλικός όρος:
Greek General Confederation of Labour, GSEE
Μετάφραση:
Greek General Confederation of Labour, GSEE
Ελληνικός όρος:
Γενικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων
Αγγλικός όρος:
General Decision Making Framework, GDMF
Μετάφραση:
General Decision Making Framework, GDMF
Ελληνικός όρος:
Γενικό Χημείο του Κράτους
Αγγλικός όρος:
General Chemical State Laboratory
Μετάφραση:
General Chemical State Laboratory
Ελληνικός όρος:
Γενικός εξαερισμός
Αγγλικός όρος:
General ventilation
Μετάφραση:
General ventilation
Ελληνικός όρος:
Γενικός Κανονισμός για την Προστασία της Εργασίας (Βέλγιο)
Αγγλικός όρος:
Reglément General pour la Protection du Travail (Belgium)
Μετάφραση:
Reglément General pour la Protection du Travail (Belgium)
Ελληνικός όρος:
Γενικός τύπος
Αγγλικός όρος:
General formula
Μετάφραση:
General formula
Ελληνικός όρος:
Γεννητικά όργανα
Αγγλικός όρος:
Genitals
Μετάφραση:
Genitals
Ελληνικός όρος:
Γεννήτρια ανάγκης
Αγγλικός όρος:
Emergency generator
Μετάφραση:
Emergency generator
Ελληνικός όρος:
Γεννήτρια ή ηλεκτρογεννήτρια
Αγγλικός όρος:
Generator
Μετάφραση:
Generator
Ελληνικός όρος:
Γενοτοξικός
Αγγλικός όρος:
Genotoxic
Μετάφραση:
Genotoxic
Ελληνικός όρος:
Γενοτυπική παραλλαγή
Αγγλικός όρος:
Genetic variation
Μετάφραση:
Genetic variation
Ελληνικός όρος:
Γεντιοβιόζη
Αγγλικός όρος:
Gentiobiose
Μετάφραση:
Gentiobiose
Ελληνικός όρος:
Γερανός
Αγγλικός όρος:
Crane
Μετάφραση:
Crane
Ελληνικός όρος:
Γερανυλοπυροφωσφορικός εστέρας
Αγγλικός όρος:
Geranyl pyrophosphate
Μετάφραση:
Geranyl pyrophosphate
Ελληνικός όρος:
Γερμάνιο
Αγγλικός όρος:
Germanium (Ge)
Μετάφραση:
Germanium (Ge)
Ελληνικός όρος:
Γεύση
Αγγλικός όρος:
Taste
Μετάφραση:
Taste
Ελληνικός όρος:
Γεωμετρικός μέσος όρος
Αγγλικός όρος:
Geometric mean
Μετάφραση:
Geometric mean
Ελληνικός όρος:
Γεωργικά μηχανήματα
Αγγλικός όρος:
Agricultural machinery
Μετάφραση:
Agricultural machinery
Ελληνικός όρος:
Γεωργικό λίπασμα
Αγγλικός όρος:
Fertilizer
Μετάφραση:
Fertilizer
Ελληνικός όρος:
Γη διατόμων
Αγγλικός όρος:
Diatomaceous earth
Μετάφραση:
Diatomaceous earth
Ελληνικός όρος:
Για να αποφύγετε τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, ακολουθήστε τις οδηγίες χρήσης
Αγγλικός όρος:
To avoid risks to human health and the environment, comply with the instructions for use
Μετάφραση:
To avoid risks to human health and the environment, comply with the instructions for use
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
51
Page
52
Page
53
Page
54
Τρέχουσα σελίδα
55
Page
56
Page
57
Page
58
Page
59
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »