Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2665 - 2700 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλο-1-προπεν-3-όνη 1,3-
Αγγλικός όρος:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Μετάφραση:
Chalcone, 2-benzalacetophenone, 1,3-diphenyl-1-propen-3-one
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλογουανιδίνη
Αγγλικός όρος:
Diphenylguanidine
Μετάφραση:
Diphenylguanidine
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλοκυκλοπροπενόνη
Αγγλικός όρος:
Diphenylcyclopropenone
Μετάφραση:
Diphenylcyclopropenone
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλόλη
Αγγλικός όρος:
Diphenylol, biphenylol
Μετάφραση:
Diphenylol, biphenylol
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Diphenylmethane
Μετάφραση:
Diphenylmethane
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλομεθανόλη
Αγγλικός όρος:
Diphenylmethanol, benzydrol
Μετάφραση:
Diphenylmethanol, benzydrol
Ελληνικός όρος:
Διφαινυλομεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Diphenylmethyl
Μετάφραση:
Diphenylmethyl
Ελληνικός όρος:
Διφθοριούχο οξυγόνο
Αγγλικός όρος:
Oxygen difluoride
Μετάφραση:
Oxygen difluoride
Ελληνικός όρος:
Διφθοροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Difluorobenzene
Μετάφραση:
Difluorobenzene
Ελληνικός όρος:
Διφθοροδιβρωμομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Difluorodibromomethane
Μετάφραση:
Difluorodibromomethane
Ελληνικός όρος:
Διφωσφοπυριδινονουκλεοτίδιο
Αγγλικός όρος:
Diphosphopyridinenucleotide
Μετάφραση:
Diphosphopyridinenucleotide
Ελληνικός όρος:
Διφωσφορική αδενοσίνη
Αγγλικός όρος:
Adenosine diphosphate, ADP
Μετάφραση:
Adenosine diphosphate, ADP
Ελληνικός όρος:
Δίχειρη διάταξη ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Two hand control device
Μετάφραση:
Two hand control device
Ελληνικός όρος:
Διχλωρβός
Αγγλικός όρος:
Diclorvos, DDVP
Μετάφραση:
Diclorvos, DDVP
Ελληνικός όρος:
Διχλωριούχο μεθυλένιο
Αγγλικός όρος:
Methylene chloride, dichloromethane, methylene dichloride, DCM
Μετάφραση:
Methylene chloride, dichloromethane, methylene dichloride, DCM
Ελληνικός όρος:
Διχλωρο-4,4-μεθυλενο-διανιλίνη 2,2-
Αγγλικός όρος:
4,4-methylene bis(2-chloroaniline), MBOCA, MOCA
Μετάφραση:
4,4-methylene bis(2-chloroaniline), MBOCA, MOCA
Ελληνικός όρος:
Διχλωροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Ethylene dichloride, dichloroethylene, dichloroethane
Μετάφραση:
Ethylene dichloride, dichloroethylene, dichloroethane
Ελληνικός όρος:
Διχλωροαιθυλαιθέρας ή 2,2-διχλωροδιαιθυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Dichloroethyl ether
Μετάφραση:
Dichloroethyl ether
Ελληνικός όρος:
Διχλωροαιθυλένιο ή αιθυλενοδιχλωρίδιο ή διχλωροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichloroethylene, ethylene dichloride, dichloroethane
Μετάφραση:
Dichloroethylene, ethylene dichloride, dichloroethane
Ελληνικός όρος:
Διχλωροακετυλένιο
Αγγλικός όρος:
Dichloroacetylene
Μετάφραση:
Dichloroacetylene
Ελληνικός όρος:
Διχλωροβενζιδίνη
Αγγλικός όρος:
Dichlorobenzidine
Μετάφραση:
Dichlorobenzidine
Ελληνικός όρος:
Διχλωροβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Dichlorobenzene
Μετάφραση:
Dichlorobenzene
Ελληνικός όρος:
Διχλωροβενζόλιο p-
Αγγλικός όρος:
p-dichlorobenzene, PDCB
Μετάφραση:
p-dichlorobenzene, PDCB
Ελληνικός όρος:
Διχλωροβουτένιο
Αγγλικός όρος:
Dichlorobutene
Μετάφραση:
Dichlorobutene
Ελληνικός όρος:
Διχλωροδιμεθυλοσιλάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichlorodimethylsilane
Μετάφραση:
Dichlorodimethylsilane
Ελληνικός όρος:
Διχλωροδιμεθυλοΰδαντοΐνη
Αγγλικός όρος:
Dichloro dimethyl hydantoin
Μετάφραση:
Dichloro dimethyl hydantoin
Ελληνικός όρος:
Διχλωροδιφαινυλοτριχλωραιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichlorodiphenyltrichloroethane, DDT
Μετάφραση:
Dichlorodiphenyltrichloroethane, DDT
Ελληνικός όρος:
Διχλωροδιφθορομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichlorodifluoromethane
Μετάφραση:
Dichlorodifluoromethane
Ελληνικός όρος:
Διχλωροεξάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichloroexane
Μετάφραση:
Dichloroexane
Ελληνικός όρος:
Διχλωροϊσοπροπυλαιθέρας
Αγγλικός όρος:
Dichloroisopropyl ether
Μετάφραση:
Dichloroisopropyl ether
Ελληνικός όρος:
Διχλωρομεθάνιο
Αγγλικός όρος:
Methylene chloride, dichloromethane, methylene dichloride, DCM
Μετάφραση:
Methylene chloride, dichloromethane, methylene dichloride, DCM
Ελληνικός όρος:
Διχλωρομεθυλοπεντάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichloro methylpentane
Μετάφραση:
Dichloro methylpentane
Ελληνικός όρος:
Διχλωρομεθυλοσιλάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichloromethylsilane
Μετάφραση:
Dichloromethylsilane
Ελληνικός όρος:
Διχλωρονιτροαιθάνιο
Αγγλικός όρος:
Dichloronitroethane
Μετάφραση:
Dichloronitroethane
Ελληνικός όρος:
Διχλωροπενταδιένιο
Αγγλικός όρος:
Dichloropentadiene
Μετάφραση:
Dichloropentadiene
Ελληνικός όρος:
Διχλωροπροπένιο
Αγγλικός όρος:
Dichloropropene
Μετάφραση:
Dichloropropene
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
71
Page
72
Page
73
Page
74
Τρέχουσα σελίδα
75
Page
76
Page
77
Page
78
Page
79
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »