Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2737 - 2772 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή τοξικότητας
Αγγλικός όρος:
Toxicity test
Μετάφραση:
Toxicity test
Ελληνικός όρος:
Δοκιμή των μέσων ελέγχου
Αγγλικός όρος:
Testing of control measures
Μετάφραση:
Testing of control measures
Ελληνικός όρος:
Δοκίμιο
Αγγλικός όρος:
Specimen, test piece
Μετάφραση:
Specimen, test piece
Ελληνικός όρος:
Δοκίμιο δοκιμής
Αγγλικός όρος:
Test specimen
Μετάφραση:
Test specimen
Ελληνικός όρος:
Δολομίτης
Αγγλικός όρος:
Dolomite
Μετάφραση:
Dolomite
Ελληνικός όρος:
Δομή
Αγγλικός όρος:
Structure
Μετάφραση:
Structure
Ελληνικός όρος:
Δομημένη βελτίωση ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Structured quality improvement (SQI)
Μετάφραση:
Structured quality improvement (SQI)
Ελληνικός όρος:
Δομικά έργα
Αγγλικός όρος:
Civil engineering
Μετάφραση:
Civil engineering
Ελληνικός όρος:
Δομικές εργασίες
Αγγλικός όρος:
Construction works
Μετάφραση:
Construction works
Ελληνικός όρος:
Δομικές μηχανές
Αγγλικός όρος:
Construction machinery
Μετάφραση:
Construction machinery
Ελληνικός όρος:
Δομικός εξοπλισμός
Αγγλικός όρος:
Structural equipment
Μετάφραση:
Structural equipment
Ελληνικός όρος:
Δόνηση
Αγγλικός όρος:
Vibration
Μετάφραση:
Vibration
Ελληνικός όρος:
Δόνηση αιώρησης
Αγγλικός όρος:
Rocking vibration
Μετάφραση:
Rocking vibration
Ελληνικός όρος:
Δόνηση επαναφοράς
Αγγλικός όρος:
Vibrational relaxation (R)
Μετάφραση:
Vibrational relaxation (R)
Ελληνικός όρος:
Δόνηση μεταδιδόμενη στο σύστημα άκρας χειρός -βραχίονα
Αγγλικός όρος:
Hand-Arm Vibration
Μετάφραση:
Hand-Arm Vibration
Ελληνικός όρος:
Δόνηση ολοκλήρου του σώματος
Αγγλικός όρος:
Whole-Body Vibration
Μετάφραση:
Whole-Body Vibration
Ελληνικός όρος:
Δονητής καθαρού τόνου
Αγγλικός όρος:
Pure-tone vibrator
Μετάφραση:
Pure-tone vibrator
Ελληνικός όρος:
Δονητής οστέινης αγωγής
Αγγλικός όρος:
Bone vibrator
Μετάφραση:
Bone vibrator
Ελληνικός όρος:
Δόντι
Αγγλικός όρος:
Tooth
Μετάφραση:
Tooth
Ελληνικός όρος:
Δόση
Αγγλικός όρος:
Dose
Μετάφραση:
Dose
Ελληνικός όρος:
Δόση αναστολής 50%
Αγγλικός όρος:
Inhibitory concentration (IC50)
Μετάφραση:
Inhibitory concentration (IC50)
Ελληνικός όρος:
Δόση προς ανάλυση
Αγγλικός όρος:
Test portion
Μετάφραση:
Test portion
Ελληνικός όρος:
Δόση χωρίς παρατηρήσιμη επίδραση
Αγγλικός όρος:
No observed effect level, NOEL
Μετάφραση:
No observed effect level, NOEL
Ελληνικός όρος:
Δοσολογία
Αγγλικός όρος:
Dosage
Μετάφραση:
Dosage
Ελληνικός όρος:
Δότης
Αγγλικός όρος:
Donor
Μετάφραση:
Donor
Ελληνικός όρος:
Δούβνιο
Αγγλικός όρος:
Dubnium, Db
Μετάφραση:
Dubnium, Db
Ελληνικός όρος:
Δουλειά
Αγγλικός όρος:
Job
Μετάφραση:
Job
Ελληνικός όρος:
Δουρόλιο
Αγγλικός όρος:
Durene
Μετάφραση:
Durene
Ελληνικός όρος:
Δοχείο
Αγγλικός όρος:
Receptacle
Μετάφραση:
Receptacle
Ελληνικός όρος:
Δοχείο αερολύματος
Αγγλικός όρος:
Pressurized gas cartridge, aerosol dispenser
Μετάφραση:
Pressurized gas cartridge, aerosol dispenser
Ελληνικός όρος:
Δοχείο μικρής χωρητικότητας που περιέχει αέριο
Αγγλικός όρος:
Small receptacle containing gas
Μετάφραση:
Small receptacle containing gas
Ελληνικός όρος:
Δοχείο πίεσης
Αγγλικός όρος:
Pressure receptacle, pressure vessel
Μετάφραση:
Pressure receptacle, pressure vessel
Ελληνικός όρος:
Δοχείο συλλογής υπό πίεση
Αγγλικός όρος:
Salvage pressure receptacle
Μετάφραση:
Salvage pressure receptacle
Ελληνικός όρος:
Δράπανα
Αγγλικός όρος:
Drills
Μετάφραση:
Drills
Ελληνικός όρος:
Δραστηριότητες εκτός του χώρου εργασίας
Αγγλικός όρος:
Off-the-job activities
Μετάφραση:
Off-the-job activities
Ελληνικός όρος:
Δραστική ουσία
Αγγλικός όρος:
Active substance
Μετάφραση:
Active substance
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
73
Page
74
Page
75
Page
76
Τρέχουσα σελίδα
77
Page
78
Page
79
Page
80
Page
81
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »