Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 2809 - 2844 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Δωδεκανόλη 1-
Αγγλικός όρος:
Lauryl alcohol, lauric alcohol, 1-dodecanol
Μετάφραση:
Lauryl alcohol, lauric alcohol, 1-dodecanol
Ελληνικός όρος:
Δωδεκένιο
Αγγλικός όρος:
Dodecene
Μετάφραση:
Dodecene
Ελληνικός όρος:
Δωδεκίνιο
Αγγλικός όρος:
Dodecyne
Μετάφραση:
Dodecyne
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλαλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Dodecyl alcohol
Μετάφραση:
Dodecyl alcohol
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλοθειικό κάλιο
Αγγλικός όρος:
Potassium lauryl ether sulphate
Μετάφραση:
Potassium lauryl ether sulphate
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλοθειικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium lauryl ether sulphate
Μετάφραση:
Sodium lauryl ether sulphate
Ελληνικός όρος:
Δωδεκυλοφαινόλη
Αγγλικός όρος:
Dodecyl phenol
Μετάφραση:
Dodecyl phenol
Ελληνικός όρος:
Εάν δεν υποχωρεί ο οφθαλμικός ερεθισμός
Αγγλικός όρος:
If eye irritation persists
Μετάφραση:
If eye irritation persists
Ελληνικός όρος:
Εάν εμφανιστεί εξάνθημα
Αγγλικός όρος:
If rash occurs
Μετάφραση:
If rash occurs
Ελληνικός όρος:
Εάν ζητήσετε ιατρική συμβουλή, να έχετε μαζί σας τον περιέκτη του προϊόντος ή την ετικέτα
Αγγλικός όρος:
If medical advice is needed, have product container or label at hand
Μετάφραση:
If medical advice is needed, have product container or label at hand
Ελληνικός όρος:
Εάν ο παθών έχει δύσπνοια, μεταφέρετέ τον στον καθαρό αέρα και αφήστε τον να ξεκουραστεί σε στάση που διευκολύνει την αναπνοή
Αγγλικός όρος:
If breathing is difficult, remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Μετάφραση:
If breathing is difficult, remove victim to fresh air and keep at rest in a position comfortable for breathing
Ελληνικός όρος:
Εάν παρατηρηθεί ερεθισμός του δέρματος
Αγγλικός όρος:
If skin irritation occurs
Μετάφραση:
If skin irritation occurs
Ελληνικός όρος:
Εάν παρουσιάζονται αναπνευστικά συμπτώματα
Αγγλικός όρος:
If experiencing respiratory symptoms
Μετάφραση:
If experiencing respiratory symptoms
Ελληνικός όρος:
Εάν παρουσιάζονται αναπνευστικά συμπτώματα: Καλέστε το ΚΕΝΤΡΟ ΔΗΛΗΤΗΡΙΑΣΕΩΝ ή ένα γιατρό
Αγγλικός όρος:
If experiencing respiratory symptoms: Call a POISON CENTER or doctor/physician
Μετάφραση:
If experiencing respiratory symptoms: Call a POISON CENTER or doctor/physician
Ελληνικός όρος:
Εάν το νερό αυξάνει τον κίνδυνο, προστίθεται…
Αγγλικός όρος:
If water increases risk, add…
Μετάφραση:
If water increases risk, add…
Ελληνικός όρος:
Εάν υπάρχουν φακοί επαφής, αφαιρέστε τους, εφόσον είναι εύκολο. Συνεχίστε να ξεπλένετε
Αγγλικός όρος:
Remove contact lenses, if present and easy to do. Continue rinsing
Μετάφραση:
Remove contact lenses, if present and easy to do. Continue rinsing
Ελληνικός όρος:
Εγγενείς ιδιότητες
Αγγλικός όρος:
Intrinsic properties
Μετάφραση:
Intrinsic properties
Ελληνικός όρος:
Εγγενής ασφάλεια
Αγγλικός όρος:
Intrinsic safety
Μετάφραση:
Intrinsic safety
Ελληνικός όρος:
Εγγενώς ασφαλής μηχανή
Αγγλικός όρος:
Intrinsically safe apparatus
Μετάφραση:
Intrinsically safe apparatus
Ελληνικός όρος:
Έγγραφα εναρμόνισης
Αγγλικός όρος:
Harmonization Documents, HD
Μετάφραση:
Harmonization Documents, HD
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference Document, RD
Μετάφραση:
Reference Document, RD
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο μεταφοράς
Αγγλικός όρος:
Transport document
Μετάφραση:
Transport document
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο πρόσβασης
Αγγλικός όρος:
Letter of access
Μετάφραση:
Letter of access
Ελληνικός όρος:
Έγγραφο τεχνικών οδηγιών
Αγγλικός όρος:
Technical Guidance Document, TGD
Μετάφραση:
Technical Guidance Document, TGD
Ελληνικός όρος:
Εγκάρσιοι κίνδυνοι
Αγγλικός όρος:
Transversal risks
Μετάφραση:
Transversal risks
Ελληνικός όρος:
Εγκάρσιος
Αγγλικός όρος:
Transversal
Μετάφραση:
Transversal
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις ανακύκλωσης απορριμμάτων βιομηχανίας κατασκευών
Αγγλικός όρος:
Recycling plants in the construction industry
Μετάφραση:
Recycling plants in the construction industry
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις ανοιχτής θάλασσας
Αγγλικός όρος:
Offshore installations
Μετάφραση:
Offshore installations
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις εν λειτουργία
Αγγλικός όρος:
Operating plant
Μετάφραση:
Operating plant
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάσεις οπτανθρακοποίησης
Αγγλικός όρος:
Coke ovens
Μετάφραση:
Coke ovens
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση
Αγγλικός όρος:
Installation, plant, site
Μετάφραση:
Installation, plant, site
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση θέρμανσης
Αγγλικός όρος:
Heating installation
Μετάφραση:
Heating installation
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση καύσης
Αγγλικός όρος:
Combustion installation
Μετάφραση:
Combustion installation
Ελληνικός όρος:
Εγκατάσταση παραγωγής αδρανούς αερίου
Αγγλικός όρος:
Inert gas plant
Μετάφραση:
Inert gas plant
Ελληνικός όρος:
Εγκαταστάτες υδρορροών
Αγγλικός όρος:
Guttering installers
Μετάφραση:
Guttering installers
Ελληνικός όρος:
Έγκαυμα
Αγγλικός όρος:
Burn
Μετάφραση:
Burn
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
75
Page
76
Page
77
Page
78
Τρέχουσα σελίδα
79
Page
80
Page
81
Page
82
Page
83
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »