Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 3133 - 3168 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Εμπειρία
Αγγλικός όρος:
Experience
Μετάφραση:
Experience
Ελληνικός όρος:
Εμπειρικά επικίνδυνο
Αγγλικός όρος:
Harmless by experience
Μετάφραση:
Harmless by experience
Ελληνικός όρος:
Εμπειρική έρευνα
Αγγλικός όρος:
Empirical research
Μετάφραση:
Empirical research
Ελληνικός όρος:
Εμπειρικός τύπος
Αγγλικός όρος:
Empirical formula
Μετάφραση:
Empirical formula
Ελληνικός όρος:
Εμπειρογνώμονας
Αγγλικός όρος:
Expert
Μετάφραση:
Expert
Ελληνικός όρος:
Εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες
Αγγλικός όρος:
Confidential Business Information, CBI
Μετάφραση:
Confidential Business Information, CBI
Ελληνικός όρος:
Εμπιστευτικότητα
Αγγλικός όρος:
Confidentiality
Μετάφραση:
Confidentiality
Ελληνικός όρος:
Εμπιστοσύνη
Αγγλικός όρος:
Confidence
Μετάφραση:
Confidence
Ελληνικός όρος:
Εμπλοκή
Αγγλικός όρος:
Entanglement
Μετάφραση:
Entanglement
Ελληνικός όρος:
Εμπλοκή στον τομέα
Αγγλικός όρος:
Involvement in field
Μετάφραση:
Involvement in field
Ελληνικός όρος:
Εμπλουτισμένο ουράνιο
Αγγλικός όρος:
Enriched uranium
Μετάφραση:
Enriched uranium
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο
Αγγλικός όρος:
Container
Μετάφραση:
Container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο – δεξαμενή
Αγγλικός όρος:
Tank swap body or tank-container
Μετάφραση:
Tank swap body or tank-container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο αερίων πολλαπλών –στοιχείων
Αγγλικός όρος:
Multiple- element gas container (MEGC)
Μετάφραση:
Multiple- element gas container (MEGC)
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο για χύδην φορτίο
Αγγλικός όρος:
Bulk container
Μετάφραση:
Bulk container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο με κάλυμμα
Αγγλικός όρος:
Sheeted container
Μετάφραση:
Sheeted container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο μεσαίας χωρητικότητας για φορτία χύδην
Αγγλικός όρος:
Intermediate bulk container, IBC
Μετάφραση:
Intermediate bulk container, IBC
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο φορτίου χύδην ανοιχτής θαλάσσης
Αγγλικός όρος:
Offshore bulk container
Μετάφραση:
Offshore bulk container
Ελληνικός όρος:
Εμπορευματοκιβώτιο χύδην φορτίων με κάλυμμα
Αγγλικός όρος:
Sheeted bulk container
Μετάφραση:
Sheeted bulk container
Ελληνικός όρος:
Εμπόριο
Αγγλικός όρος:
Commerce
Μετάφραση:
Commerce
Ελληνικός όρος:
Έμπορος λιανικής πώλησης
Αγγλικός όρος:
Retailer
Μετάφραση:
Retailer
Ελληνικός όρος:
Εμποτιστικό υλικό
Αγγλικός όρος:
Impregnating agent
Μετάφραση:
Impregnating agent
Ελληνικός όρος:
Εμπύημα
Αγγλικός όρος:
Empyema
Μετάφραση:
Empyema
Ελληνικός όρος:
Εμπύρετος
Αγγλικός όρος:
Febrile
Μετάφραση:
Febrile
Ελληνικός όρος:
Έμφραγμα
Αγγλικός όρος:
Heart attack
Μετάφραση:
Heart attack
Ελληνικός όρος:
Εμφύσημα
Αγγλικός όρος:
Emphysema
Μετάφραση:
Emphysema
Ελληνικός όρος:
Εναιώρημα
Αγγλικός όρος:
Suspension
Μετάφραση:
Suspension
Ελληνικός όρος:
Εναλλαγή του προσωπικού στις θέσεις εργασίας
Αγγλικός όρος:
Staff turnover
Μετάφραση:
Staff turnover
Ελληνικός όρος:
Εναλλακτικές θέσεις απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Alternative employment
Μετάφραση:
Alternative employment
Ελληνικός όρος:
Εναλλακτικές μορφές απασχόλησης
Αγγλικός όρος:
Alternative employment
Μετάφραση:
Alternative employment
Ελληνικός όρος:
Εναλλακτική υπόθεση
Αγγλικός όρος:
Alternative hypothesis
Μετάφραση:
Alternative hypothesis
Ελληνικός όρος:
Εναλλακτική χημική ονομασία
Αγγλικός όρος:
Alternative chemical name
Μετάφραση:
Alternative chemical name
Ελληνικός όρος:
Εναλλαξιμότητα
Αγγλικός όρος:
Interchangeability
Μετάφραση:
Interchangeability
Ελληνικός όρος:
Εναμίνη
Αγγλικός όρος:
Enamine
Μετάφραση:
Enamine
Ελληνικός όρος:
Εναπομείνασα επικινδυνότητα
Αγγλικός όρος:
Residual risk
Μετάφραση:
Residual risk
Ελληνικός όρος:
Εναρμόνιση
Αγγλικός όρος:
Harmonization
Μετάφραση:
Harmonization
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
84
Page
85
Page
86
Page
87
Τρέχουσα σελίδα
88
Page
89
Page
90
Page
91
Page
92
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »