Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Επικοινωνία
e-νημέρωση
e-γνώμη
English Site
Greek Site
Greek
English
Αρχική
Ταυτότητα
Ποιοί είμαστε
Ιστορική αναδρομή
Όραμα-Αποστολή
Δραστηριότητες
Κατάρτιση - Εκπαίδευση
Προγράμματα κατάρτισης
Ασύγχρονη εκπαίδευση
Προσεχή
Μετρήσεις - Αναλύσεις - Προσδιορισμοί
Δήλωση εμπιστευτικότητας
Πίνακας Μετρήσεων, Αναλύσεων & Προσδιορισμών
Έρευνες - Μελέτες - Προγράμματα
Τεκμηρίωση - Πληροφόρηση
Βιβλιοθήκη
Κατάλογος βιβλιοθήκης
Θεματικά βιβλιογραφικά δελτία
Βιβλιοθήκες Τρίτων
Ηλεκτρονικό λεξικό
Ορισμοί
Σύνδεσμοι (links)
Εμπειρογνωμοσύνες
Δίκτυο Ενδυνάμωσης Γυναικών
Θέματα ΥΑΕ
Αμίαντος
Ακτινοβολία
ΒΑΜΕ-Οδηγία SEVESO
Βία και παρενόχληση
Βιολογικοί παράγοντες
Δονήσεις
Εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Επαγγελματικές ασθένειες
Εργασία σε ύψος
Εργατικά ατυχήματα
Εργονομία
Ηλεκτρισμός
Θερμική καταπόνηση
Θόρυβος
Μέσα ατομικής προστασίας
Περιορισμένοι χώροι
Πυροπροστασία
Φυσικές καταστροφές
Χημικές ουσίες
Covid-19
Νομοθεσία
Εθνική Νομοθεσία
Ευρωπαϊκοί Κανονισμοί
Διεθνείς συμβάσεις
Νομολογία
Εκδόσεις
Μελέτες – Βιβλία – Φυλλάδια
Περιοδικό
e-δησεόγραμμα
Βίντεο
Νέα - Εκδηλώσεις
Νέα
Εκδηλώσεις
Συνέδρια
Παγκόσμια Ημέρα ΑΥΕ
2025
2024
2023
2022
2021
2020
2019
2006-2018
e-νημέρωση
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Breadcrumb
Home
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 3529 - 3564 of 9229
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Επισήμανση (π.χ. χημικών ουσιών)
Αγγλικός όρος:
Labelling
Μετάφραση:
Labelling
Ελληνικός όρος:
Επισήμανση σκοπού
Αγγλικός όρος:
Purpose flag
Μετάφραση:
Purpose flag
Ελληνικός όρος:
Επισημασμένος
Αγγλικός όρος:
Labeled
Μετάφραση:
Labeled
Ελληνικός όρος:
Επισκέπτης
Αγγλικός όρος:
Visitor
Μετάφραση:
Visitor
Ελληνικός όρος:
Επισκευασμένο IBC
Αγγλικός όρος:
Repaired IBC
Μετάφραση:
Repaired IBC
Ελληνικός όρος:
Επισκευή
Αγγλικός όρος:
Repair
Μετάφραση:
Repair
Ελληνικός όρος:
Επισκεφθείτε γιατρό
Αγγλικός όρος:
Get medical advice/attention
Μετάφραση:
Get medical advice/attention
Ελληνικός όρος:
Επισκόπηση
Αγγλικός όρος:
Overview
Μετάφραση:
Overview
Ελληνικός όρος:
Επιστάτης
Αγγλικός όρος:
Caretaker
Μετάφραση:
Caretaker
Ελληνικός όρος:
Επιστημονικές αρχές
Αγγλικός όρος:
Scientific principles
Μετάφραση:
Scientific principles
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική απόδειξη
Αγγλικός όρος:
Scientific evidence
Μετάφραση:
Scientific evidence
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική Επιτροπή για τα Όρια Επαγγελματικής Έκθεσης
Αγγλικός όρος:
Scientific Committee on Occupational Exposure Limits (EU)
Μετάφραση:
Scientific Committee on Occupational Exposure Limits (EU)
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική Επιτροπή για την Τοξικότητα, την Οικοτοξικότητα και το Περιβάλλον της Επιτροπής
Αγγλικός όρος:
Scientific Committee on Toxicology, Ecotoxicology and Environment (SCTEE)
Μετάφραση:
Scientific Committee on Toxicology, Ecotoxicology and Environment (SCTEE)
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική Επιτροπή για την Υγεία και τους Περιβαλλοντικούς Κινδύνους
Αγγλικός όρος:
Scientific Committee on Health and Environmental Risks (SCHER)
Μετάφραση:
Scientific Committee on Health and Environmental Risks (SCHER)
Ελληνικός όρος:
Επιστημονική έρευνα και ανάπτυξη
Αγγλικός όρος:
Scientific research and development
Μετάφραση:
Scientific research and development
Ελληνικός όρος:
Επιστημονικός κλάδος
Αγγλικός όρος:
Discipline
Μετάφραση:
Discipline
Ελληνικός όρος:
Επίστρωμα (βαφής)
Αγγλικός όρος:
Surface coating
Μετάφραση:
Surface coating
Ελληνικός όρος:
Επίστρωση
Αγγλικός όρος:
Laying
Μετάφραση:
Laying
Ελληνικός όρος:
Επιστρωτικά αμμοβολής
Αγγλικός όρος:
Sanding sealers
Μετάφραση:
Sanding sealers
Ελληνικός όρος:
Επισφαλείς συνθήκες, ανασφαλείς συνθήκες
Αγγλικός όρος:
Unsafe conditions
Μετάφραση:
Unsafe conditions
Ελληνικός όρος:
Επιτάχυνση
Αγγλικός όρος:
Acceleration
Μετάφραση:
Acceleration
Ελληνικός όρος:
Επιταχυντής
Αγγλικός όρος:
Accelerator
Μετάφραση:
Accelerator
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση
Αγγλικός όρος:
Monitoring, surveillance
Μετάφραση:
Monitoring, surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση (π.χ. ιατρική)
Αγγλικός όρος:
Surveillance
Μετάφραση:
Surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση της ποιότητας
Αγγλικός όρος:
Quality surveillance
Μετάφραση:
Quality surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση της υγείας
Αγγλικός όρος:
Health surveillance
Μετάφραση:
Health surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτήρηση της υγείας στην εργασία
Αγγλικός όρος:
Occupational health surveillance
Μετάφραση:
Occupational health surveillance
Ελληνικός όρος:
Επιτόπια επαλήθευση
Αγγλικός όρος:
On-site verification
Μετάφραση:
On-site verification
Ελληνικός όρος:
Επιτόπια συνοπτική μέθοδος
Αγγλικός όρος:
Survey method in situ
Μετάφραση:
Survey method in situ
Ελληνικός όρος:
Επιτόπου
Αγγλικός όρος:
In situ
Μετάφραση:
In situ
Ελληνικός όρος:
Επιτρεπόμενο όριο
Αγγλικός όρος:
Permitted limit
Μετάφραση:
Permitted limit
Ελληνικός όρος:
Επιτροπές προσωπικού
Αγγλικός όρος:
Professional staff committees
Μετάφραση:
Professional staff committees
Ελληνικός όρος:
Επιτροπή
Αγγλικός όρος:
Committee, commission
Μετάφραση:
Committee, commission
Ελληνικός όρος:
Επιτροπή Ανώτερων Επιθεωρητών Εργασίας
Αγγλικός όρος:
Senior Labour Inspectors Committee (SLIC)
Μετάφραση:
Senior Labour Inspectors Committee (SLIC)
Ελληνικός όρος:
Επιτροπή Αξιολόγησης Κινδύνων
Αγγλικός όρος:
Risk Assessment Committee (RAC)
Μετάφραση:
Risk Assessment Committee (RAC)
Ελληνικός όρος:
Επιτροπή για την Προστασία της Εργασίας και την Τυποποίηση
Αγγλικός όρος:
Commission for Occupational Health and Safety and Standardization
Μετάφραση:
Commission for Occupational Health and Safety and Standardization
Σελιδοποίηση
First page
« αρχική
Προηγούμενη σελίδα
‹‹
…
Page
95
Page
96
Page
97
Page
98
Τρέχουσα σελίδα
99
Page
100
Page
101
Page
102
Page
103
…
Επόμενη σελίδα
››
Last page
τελευταία »