Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 1 - 36 of 150
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Θέρμανση μπορεί να προκαλέσει έκρηξη
Αγγλικός όρος:
Heating may cause an explosion

Μετάφραση: Heating may cause an explosion
Ελληνικός όρος:
Θυλακίτιδα του ώμου
Αγγλικός όρος:
Shoulder bursitis

Μετάφραση: Shoulder bursitis
Ελληνικός όρος:
Θρεονίνη
Αγγλικός όρος:
Threonine

Μετάφραση: Threonine
Ελληνικός όρος:
Θυμίνη
Αγγλικός όρος:
Thymine

Μετάφραση: Thymine
Ελληνικός όρος:
Θρυπτοφάνη
Αγγλικός όρος:
Tryptophane

Μετάφραση: Tryptophane
Ελληνικός όρος:
Θάλαμος
Αγγλικός όρος:
Cabinet, chamber

Μετάφραση: Cabinet, chamber
Ελληνικός όρος:
Θάλαμος αμμοβολής
Αγγλικός όρος:
Sand blasting chamber

Μετάφραση: Sand blasting chamber
Ελληνικός όρος:
Θάλαμος ασθενών
Αγγλικός όρος:
Sick room

Μετάφραση: Sick room
Ελληνικός όρος:
Θάλαμος ψύξεως
Αγγλικός όρος:
Cooling chamber

Μετάφραση: Cooling chamber
Ελληνικός όρος:
Θαλάσσια ρύπανση
Αγγλικός όρος:
Marine pollution

Μετάφραση: Marine pollution
Ελληνικός όρος:
Θάλλιο
Αγγλικός όρος:
Thallium (Tl)

Μετάφραση: Thallium (Tl)
Ελληνικός όρος:
Θάμβωση
Αγγλικός όρος:
Glare

Μετάφραση: Glare
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρα ατυχήματα
Αγγλικός όρος:
Fatalities, fatal accidents

Μετάφραση: Fatalities, fatal accidents
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρα δόση (για το 50% πληθυσμού πειραματοζώων)
Αγγλικός όρος:
Lethal dose (LD50)

Μετάφραση: Lethal dose (LD50)
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρα συγκέντρωση (για το 50% πληθυσμού πειραματοζώων)
Αγγλικός όρος:
Lethal concentration 50% (LC50)

Μετάφραση: Lethal concentration 50% (LC50)
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρο σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
Fatal with contact with skin

Μετάφραση: Fatal with contact with skin
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρο σε περίπτωση εισπνοής
Αγγλικός όρος:
Fatal if inhaled

Μετάφραση: Fatal if inhaled
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρο σε περίπτωση κατάποσης
Αγγλικός όρος:
Fatal if swallowed

Μετάφραση: Fatal if swallowed
Ελληνικός όρος:
Θανατηφόρος
Αγγλικός όρος:
Lethal

Μετάφραση: Lethal
Ελληνικός όρος:
Θειαζόλιο
Αγγλικός όρος:
Thiazole

Μετάφραση: Thiazole
Ελληνικός όρος:
Θειαμίνη ή βιταμίνη Β1
Αγγλικός όρος:
Thiamine or vitamin B1

Μετάφραση: Thiamine or vitamin B1
Ελληνικός όρος:
Θειικά
Αγγλικός όρος:
Sulfates

Μετάφραση: Sulfates
Ελληνικός όρος:
Θειϊκή ατροπίνη
Αγγλικός όρος:
Atropine sulfate

Μετάφραση: Atropine sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειϊκό αμμώνιο
Αγγλικός όρος:
Ammonium sulfate

Μετάφραση: Ammonium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό αργίλιο
Αγγλικός όρος:
Aluminium sulphate

Μετάφραση: Aluminium sulphate
Ελληνικός όρος:
Θειικό ασβέστιο
Αγγλικός όρος:
Calcium sulfate

Μετάφραση: Calcium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό βάριο
Αγγλικός όρος:
Barium sulfate

Μετάφραση: Barium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό βόριο
Αγγλικός όρος:
Boron sulfate

Μετάφραση: Boron sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό διμεθύλιο
Αγγλικός όρος:
Dimethyl sulfate

Μετάφραση: Dimethyl sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό κάδμιο
Αγγλικός όρος:
Cadmium sulphate

Μετάφραση: Cadmium sulphate
Ελληνικός όρος:
Θειικό λίθιο
Αγγλικός όρος:
Lithium sulfate

Μετάφραση: Lithium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese sulfate

Μετάφραση: Manganese sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό μαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Magnesium sulfate

Μετάφραση: Magnesium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Sulfuric acid, vitriol

Μετάφραση: Sulfuric acid, vitriol
Ελληνικός όρος:
Θειικό χρώμιο
Αγγλικός όρος:
Chromium sulfate

Μετάφραση: Chromium sulfate
Ελληνικός όρος:
Θειικός ανυδρίτης
Αγγλικός όρος:
Sulfuric anhydride

Μετάφραση: Sulfuric anhydride

Ακολουθήστε μας