Ρινίτιδες αλλεργικής φύσης προκαλούμενες από την εισπνοή αλλεργιογόνων ουσιών οι οποίες έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιες και είναι εγγενείς στο είδος της εργασίας
Αγγλικός όρος:
Allergic rhinitis caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work
Μετάφραση: Allergic rhinitis caused by the inhalation of substances consistently recognised as causing allergies and inherent to the type of work
Ελληνικός όρος:
Ράβδος
Αγγλικός όρος:
Bar
Μετάφραση: Bar
Ελληνικός όρος:
Ραδερφόρδιο
Αγγλικός όρος:
Rutherfordium (Rf)
Μετάφραση: Rutherfordium (Rf)
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργά απόβλητα
Αγγλικός όρος:
Radioactive waste
Μετάφραση: Radioactive waste
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργά περιεχόμενα
Αγγλικός όρος:
Radioactive contents
Μετάφραση: Radioactive contents
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργές πηγές
Αγγλικός όρος:
Radioactive sources
Μετάφραση: Radioactive sources
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργή μόλυνση
Αγγλικός όρος:
Radioactive contamination
Μετάφραση: Radioactive contamination
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό ισότοπο
Αγγλικός όρος:
Radioactive isotope
Μετάφραση: Radioactive isotope
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό κατάλοιπο
Αγγλικός όρος:
Radwaste
Μετάφραση: Radwaste
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό μείγμα
Αγγλικός όρος:
Radioactive mixture
Μετάφραση: Radioactive mixture
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό νουκλίδιο
Αγγλικός όρος:
Radionuclide
Μετάφραση: Radionuclide
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό υλικό
Αγγλικός όρος:
Radioactive material
Μετάφραση: Radioactive material
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργό υλικό ειδικού τύπου
Αγγλικός όρος:
Special form radioactive material
Μετάφραση: Special form radioactive material
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός εναπόθεση
Αγγλικός όρος:
Radioactive deposition
Μετάφραση: Radioactive deposition
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός ισορροπία
Αγγλικός όρος:
Radioactive equilibrium
Μετάφραση: Radioactive equilibrium
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός ουσία
Αγγλικός όρος:
Radioactive substance
Μετάφραση: Radioactive substance
Ελληνικός όρος:
Ραδιενεργός ρύπανση
Αγγλικός όρος:
Radioactive pollution
Μετάφραση: Radioactive pollution
Ελληνικός όρος:
Ράδιο
Αγγλικός όρος:
Radium
Μετάφραση: Radium
Ελληνικός όρος:
Ραδιογωνιόμετρο
Αγγλικός όρος:
Radiogoniometer, radio direction finder
Μετάφραση: Radiogoniometer, radio direction finder
Ελληνικός όρος:
Ραδιολογικό ατύχημα
Αγγλικός όρος:
Radiological accident
Μετάφραση: Radiological accident
Ελληνικός όρος:
Ραδιοσυχνότητα
Αγγλικός όρος:
Radiofrequency, RF
Μετάφραση: Radiofrequency, RF
Ελληνικός όρος:
Ραδιοτοξικότητα
Αγγλικός όρος:
Radiotoxicity
Μετάφραση: Radiotoxicity
Ελληνικός όρος:
Ραδόνιο
Αγγλικός όρος:
Radon
Μετάφραση: Radon
Ελληνικός όρος:
Ρακεμοποίηση
Αγγλικός όρος:
Racemization
Μετάφραση: Racemization
Ελληνικός όρος:
Ραπτομηχανή
Αγγλικός όρος:
Sewing machine
Μετάφραση: Sewing machine
Ελληνικός όρος:
Ράσπες
Αγγλικός όρος:
Rasps
Μετάφραση: Rasps
Ελληνικός όρος:
Ραφινόζη
Αγγλικός όρος:
Raffinose
Μετάφραση: Raffinose
Ελληνικός όρος:
Ρεζερπίνη
Αγγλικός όρος:
Reserpine
Μετάφραση: Reserpine
Ελληνικός όρος:
Ρεζορκινόλη ή 1,3-βενζενοδιόλη ή 1,3-διυδροξυβενζόλιο
Αγγλικός όρος:
Resorcinol or 1,3-benzenediol or 1,3-dihydroxybenzene
Μετάφραση: Resorcinol or 1,3-benzenediol or 1,3-dihydroxybenzene