Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 9 of 9
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Ωλεκρανική θυλακίτιδα
Αγγλικός όρος:
Olecranon bursitis
Μετάφραση:
Olecranon bursitis
Ελληνικός όρος:
Ώθηση
Αγγλικός όρος:
Impulse, pushing
Μετάφραση:
Impulse, pushing
Ελληνικός όρος:
Ωλεκρανική θυλακίτιδα
Αγγλικός όρος:
Olecranon bursitis
Μετάφραση:
Olecranon bursitis
Ελληνικός όρος:
Ώμος
Αγγλικός όρος:
Shoulder
Μετάφραση:
Shoulder
Ελληνικός όρος:
Ωτίτιδα
Αγγλικός όρος:
Otitis
Μετάφραση:
Otitis
Ελληνικός όρος:
Ωτοασπίδα
Αγγλικός όρος:
Ear muff, acoustic helmet
Μετάφραση:
Ear muff, acoustic helmet
Ελληνικός όρος:
Ωτοβύσματα
Αγγλικός όρος:
Ear plugs
Μετάφραση:
Ear plugs
Ελληνικός όρος:
Ωτοτοξικό
Αγγλικός όρος:
Ototoxic
Μετάφραση:
Ototoxic
Ελληνικός όρος:
Ωφέλιμο φορτίο
Αγγλικός όρος:
Dead weight tons, DWT
Μετάφραση:
Dead weight tons, DWT