Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 36 of 115
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Λοιμώδεις και παρασιτικές ασθένειες
Αγγλικός όρος:
Infectious and parasitic diseases
Μετάφραση:
Infectious and parasitic diseases
Ελληνικός όρος:
Λοιμώδεις ή παρασιτικές ασθένειες που μεταδίδονται στον άνθρωπο από ζώα ή από πτώματα ζώων
Αγγλικός όρος:
Infectious or parasitic diseases transmitted to man by animals or remains of animals
Μετάφραση:
Infectious or parasitic diseases transmitted to man by animals or remains of animals
Ελληνικός όρος:
Λευκίνη
Αγγλικός όρος:
Leucine
Μετάφραση:
Leucine
Ελληνικός όρος:
Λυσίνη
Αγγλικός όρος:
Lysine
Μετάφραση:
Lysine
Ελληνικός όρος:
Λάβετε κάθε προφύλαξη ώστε να μην αναμειχθεί με καύσιμα…
Αγγλικός όρος:
Take any precaution to avoid mixing with combustibles…
Μετάφραση:
Take any precaution to avoid mixing with combustibles…
Ελληνικός όρος:
Λάβετε προστατευτικά μέτρα έναντι ηλεκτροστατικών εκκενώσεων
Αγγλικός όρος:
Take precautionary measures against static discharges
Μετάφραση:
Take precautionary measures against static discharges
Ελληνικός όρος:
Λαβίδα
Αγγλικός όρος:
Clamp
Μετάφραση:
Clamp
Ελληνικός όρος:
Λάθος
Αγγλικός όρος:
Error, mistake
Μετάφραση:
Error, mistake
Ελληνικός όρος:
Λακτόζη
Αγγλικός όρος:
Lactose
Μετάφραση:
Lactose
Ελληνικός όρος:
Λακτόνη
Αγγλικός όρος:
Lactone
Μετάφραση:
Lactone
Ελληνικός όρος:
Λακτονιτρίλιο
Αγγλικός όρος:
Lactonitrile
Μετάφραση:
Lactonitrile
Ελληνικός όρος:
Λακτοσφαιρίνη
Αγγλικός όρος:
Lactoglobulin
Μετάφραση:
Lactoglobulin
Ελληνικός όρος:
Λαμπρότητα
Αγγλικός όρος:
Brightness or brilliance
Μετάφραση:
Brightness or brilliance
Ελληνικός όρος:
Λανθανίδες
Αγγλικός όρος:
Lanthanids (Ln)
Μετάφραση:
Lanthanids (Ln)
Ελληνικός όρος:
Λανθάνιο
Αγγλικός όρος:
Lanthanum (La)
Μετάφραση:
Lanthanum (La)
Ελληνικός όρος:
Λανθάνουσα φάση
Αγγλικός όρος:
Lag phase
Μετάφραση:
Lag phase
Ελληνικός όρος:
Λανθάνων
Αγγλικός όρος:
Latent
Μετάφραση:
Latent
Ελληνικός όρος:
Λανολίνη
Αγγλικός όρος:
Lanolin
Μετάφραση:
Lanolin
Ελληνικός όρος:
Λανοστερόλη
Αγγλικός όρος:
Lanosterol, isocholesterol
Μετάφραση:
Lanosterol, isocholesterol
Ελληνικός όρος:
Λάρυγγας
Αγγλικός όρος:
Larynx
Μετάφραση:
Larynx
Ελληνικός όρος:
Λάσπες από πλύσιμο και καθαρισμό
Αγγλικός όρος:
Sludges from washing and cleaning
Μετάφραση:
Sludges from washing and cleaning
Ελληνικός όρος:
Λάσπες από τον αφαλατωτή
Αγγλικός όρος:
Desalter sludges
Μετάφραση:
Desalter sludges
Ελληνικός όρος:
Λάσπες από τον πυθμένα δεξαμενών
Αγγλικός όρος:
Tank bottom sludges
Μετάφραση:
Tank bottom sludges
Ελληνικός όρος:
Λάσπες γεωτρήσεων
Αγγλικός όρος:
Drilling muds
Μετάφραση:
Drilling muds
Ελληνικός όρος:
Λάσπες κολλών
Αγγλικός όρος:
Adhesive sludges
Μετάφραση:
Adhesive sludges
Ελληνικός όρος:
Λάσπες λεύκανσης
Αγγλικός όρος:
Bleaching sludges
Μετάφραση:
Bleaching sludges
Ελληνικός όρος:
Λάσπες μελάνης
Αγγλικός όρος:
Ink sludges
Μετάφραση:
Ink sludges
Ελληνικός όρος:
Λάσπες στεγανωτικών υλικών
Αγγλικός όρος:
Sealant sludges
Μετάφραση:
Sealant sludges
Ελληνικός όρος:
Λάσπη ή βούρκος
Αγγλικός όρος:
Slime, sludge
Μετάφραση:
Slime, sludge
Ελληνικός όρος:
Λάσπη θειικού βαρίου
Αγγλικός όρος:
Barium sulphate sludge
Μετάφραση:
Barium sulphate sludge
Ελληνικός όρος:
Λατομείο
Αγγλικός όρος:
Quarry
Μετάφραση:
Quarry
Ελληνικός όρος:
Λατομικά σφυριά
Αγγλικός όρος:
Needle scalers
Μετάφραση:
Needle scalers
Ελληνικός όρος:
Λαυρική αλκοόλη
Αγγλικός όρος:
Lauryl alcohol, lauric alcohol, 1-dodecanol
Μετάφραση:
Lauryl alcohol, lauric alcohol, 1-dodecanol
Ελληνικός όρος:
Λαυρικό νάτριο
Αγγλικός όρος:
Sodium laurate
Μετάφραση:
Sodium laurate
Ελληνικός όρος:
Λαυρικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Lauric acid, dodecanoic acid
Μετάφραση:
Lauric acid, dodecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Λαυρικός μεθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Methyl laurate, methyl dodecanoate
Μετάφραση:
Methyl laurate, methyl dodecanoate
Pagination
Current page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Next page
››
Last page
τελευταία »