Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 36 of 721
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά
Αγγλικός όρος:
May cause fire
Μετάφραση:
May cause fire
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να σχηματίσει εκρηκτικά υπεροξείδια
Αγγλικός όρος:
May form explosive peroxides
Μετάφραση:
May form explosive peroxides
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
May cause sensitization by inhalation
Μετάφραση:
May cause sensitization by inhalation
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει ευαισθητοποίηση σε επαφή με το δέρμα
Αγγλικός όρος:
May cause sensitization by skin contact
Μετάφραση:
May cause sensitization by skin contact
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο
Αγγλικός όρος:
May cause cancer
Μετάφραση:
May cause cancer
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει κληρονομικές γενετικές βλάβες
Αγγλικός όρος:
May cause heritable genetic damage
Μετάφραση:
May cause heritable genetic damage
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει καρκίνο όταν εισπνέεται
Αγγλικός όρος:
May cause cancer by inhalation
Μετάφραση:
May cause cancer by inhalation
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο υδάτινο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Μετάφραση:
May cause long-term adverse effects in the aquatic environment
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να προκαλέσει μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον
Αγγλικός όρος:
May cause long-term adverse effects in the environment
Μετάφραση:
May cause long-term adverse effects in the environment
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να εξασθενίσει τη γονιμότητα
Αγγλικός όρος:
May impair fertility
Μετάφραση:
May impair fertility
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να βλάψει το έμβρυο κατά τη διάρκεια της κύησης
Αγγλικός όρος:
May cause harm to the unborn child
Μετάφραση:
May cause harm to the unborn child
Ελληνικός όρος:
Μπορεί να βλάψει τα βρέφη που τρέφονται με μητρικό γάλα
Αγγλικός όρος:
May cause harm to breastfed babies
Μετάφραση:
May cause harm to breastfed babies
Ελληνικός όρος:
Μεσοθηλίωμα λόγω εισπνοής σκόνης αμιάντου
Αγγλικός όρος:
Mesothelioma following the inhalation of asbestos dust
Μετάφραση:
Mesothelioma following the inhalation of asbestos dust
Ελληνικός όρος:
Μεθειονίνη
Αγγλικός όρος:
Methionine
Μετάφραση:
Methionine
Ελληνικός όρος:
Μετωπική χρωματογραφία
Αγγλικός όρος:
Frontal chromatography
Μετάφραση:
Frontal chromatography
Ελληνικός όρος:
Μη γραμμικά οπτικά υλικά
Αγγλικός όρος:
Non-linear optics
Μετάφραση:
Non-linear optics
Ελληνικός όρος:
Μικροσκοπία αντίστροφης φάσης
Αγγλικός όρος:
Phase contrast microscopy
Μετάφραση:
Phase contrast microscopy
Ελληνικός όρος:
Μικροσκοπία πολωμένου φωτός
Αγγλικός όρος:
Polarized light microscopy
Μετάφραση:
Polarized light microscopy
Ελληνικός όρος:
Μεθανοϊκό οξύ
Αγγλικός όρος:
Formic acid, methanoic acid
Μετάφραση:
Formic acid, methanoic acid
Ελληνικός όρος:
Μαγγανικό
Αγγλικός όρος:
Manganate
Μετάφραση:
Manganate
Ελληνικός όρος:
Μαγγάνιο
Αγγλικός όρος:
Manganese (Mn)
Μετάφραση:
Manganese (Mn)
Ελληνικός όρος:
Μαγγανισμός
Αγγλικός όρος:
Manganism
Μετάφραση:
Manganism
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία
Αγγλικός όρος:
Magnesia, magnesium oxide
Μετάφραση:
Magnesia, magnesium oxide
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία έντονης καύσης
Αγγλικός όρος:
Hard-burned magnesia
Μετάφραση:
Hard-burned magnesia
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία ήπιας καύσης
Αγγλικός όρος:
Caustic-calcinated, light-burned magnesia
Μετάφραση:
Caustic-calcinated, light-burned magnesia
Ελληνικός όρος:
Μαγνησία που αποκτήθηκε με τήξη
Αγγλικός όρος:
Fused magnesia
Μετάφραση:
Fused magnesia
Ελληνικός όρος:
Μαγνήσιο
Αγγλικός όρος:
Magnesium (Mg)
Μετάφραση:
Magnesium (Mg)
Ελληνικός όρος:
Μαγνησίτης
Αγγλικός όρος:
Magnesite
Μετάφραση:
Magnesite
Ελληνικός όρος:
Μαγνήτης
Αγγλικός όρος:
Magnet
Μετάφραση:
Magnet
Ελληνικός όρος:
Μαγνητικά πεδία
Αγγλικός όρος:
Magnetic fields
Μετάφραση:
Magnetic fields
Ελληνικός όρος:
Μαγνητική επαγωγή
Αγγλικός όρος:
Magnetic flux density
Μετάφραση:
Magnetic flux density
Ελληνικός όρος:
Μαγνητικό κύκλωμα
Αγγλικός όρος:
Magnetic circuit
Μετάφραση:
Magnetic circuit
Ελληνικός όρος:
Μαδέρια
Αγγλικός όρος:
Skids
Μετάφραση:
Skids
Ελληνικός όρος:
Μάζα
Αγγλικός όρος:
Mass
Μετάφραση:
Mass
Ελληνικός όρος:
Μάζα κόλου
Αγγλικός όρος:
Mass of package
Μετάφραση:
Mass of package
Ελληνικός όρος:
Μαζέψτε τη χυμένη ποσότητα
Αγγλικός όρος:
Collect spillage
Μετάφραση:
Collect spillage
Pagination
Current page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Next page
››
Last page
τελευταία »