Skip to main content
Header Top
Contact
Greek Site
Greek
English
English Menu
HOME
ABOUT
INFORMATION
LEGISLATION
RESEARCH
RESOURCES
SERVICES
TRAINING
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
Αγγλοελληνικό Λεξικό Όρων
Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων
(ενεργή καρτέλα)
Displaying 1 - 36 of 330
Ελληνικός όρος
Αγγλικός όρος
2
|
I
|
P
|
Α
|
Β
|
Γ
|
Δ
|
Ε
|
Ζ
|
Η
|
Θ
|
Ι
|
Κ
|
Λ
|
Μ
|
Ν
|
Ξ
|
Ο
|
Π
|
Ρ
|
Σ
|
Τ
|
Ύ
|
Φ
|
Χ
|
Ψ
|
Ω
Ελληνικός όρος:
Χρόνια αποφρακτική βρογχίτιδα
Αγγλικός όρος:
Chronic obstructive bronchitis
Μετάφραση:
Chronic obstructive bronchitis
Ελληνικός όρος:
Χρόνια αποφρακτική βρογχίτιδα ή εμφύσημα των ανθρακωρύχων
Αγγλικός όρος:
Chronic obstructive bronchitis or emphysema in miners working in underground coal mines
Μετάφραση:
Chronic obstructive bronchitis or emphysema in miners working in underground coal mines
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία ανοικτών τριχοειδών στηλών
Αγγλικός όρος:
Open capillary (tubular) chromatography
Μετάφραση:
Open capillary (tubular) chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία διαπερατότητας πηκτής (γέλης)
Αγγλικός όρος:
Gel permeation chromatography
Μετάφραση:
Gel permeation chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία διηθήσεως πηκτής (γέλης)
Αγγλικός όρος:
Gel filtration chromatography
Μετάφραση:
Gel filtration chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία εκλούσεως
Αγγλικός όρος:
Elution chromatography
Μετάφραση:
Elution chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία εκτοπίσεως
Αγγλικός όρος:
Displacement chromatography
Μετάφραση:
Displacement chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία ιονανταλλαγής
Αγγλικός όρος:
Ion-exchange chromatography
Μετάφραση:
Ion-exchange chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία ιόντων
Αγγλικός όρος:
Ion chromatography
Μετάφραση:
Ion chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία κατανομής
Αγγλικός όρος:
Partition chromatography
Μετάφραση:
Partition chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία μοριακού αποκλεισμού
Αγγλικός όρος:
Molecular exclusion chromatography
Μετάφραση:
Molecular exclusion chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία προσρόφησης
Αγγλικός όρος:
Adsorption chromatography
Μετάφραση:
Adsorption chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία συγγενείας
Αγγλικός όρος:
Affinity chromatography
Μετάφραση:
Affinity chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία χάρτου διπλής κατεύθυνσης
Αγγλικός όρος:
Double-way paper chromatography
Μετάφραση:
Double-way paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία στήλης
Αγγλικός όρος:
Column chromatography
Μετάφραση:
Column chromatography
Ελληνικός όρος:
Χημικός ιονισμός
Αγγλικός όρος:
Chemical ionisation
Μετάφραση:
Chemical ionisation
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία λεπτής στοιβάδας υψηλής απόδοσης
Αγγλικός όρος:
High performance thin layer chromatography
Μετάφραση:
High performance thin layer chromatography
Ελληνικός όρος:
Χαμηλή συχνότητα
Αγγλικός όρος:
Low frequency
Μετάφραση:
Low frequency
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία κανονικής φάσης
Αγγλικός όρος:
Normal phase chromatography
Μετάφραση:
Normal phase chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία χάρτου
Αγγλικός όρος:
Paper chromatography
Μετάφραση:
Paper chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία ανάστροφης ή αντίστροφης φάσης
Αγγλικός όρος:
Reversed phase chromatography
Μετάφραση:
Reversed phase chromatography
Ελληνικός όρος:
Χρωματογραφία λεπτής στοιβάδας
Αγγλικός όρος:
Thin-layer chromatography
Μετάφραση:
Thin-layer chromatography
Ελληνικός όρος:
Χαλαζίας
Αγγλικός όρος:
Quartz
Μετάφραση:
Quartz
Ελληνικός όρος:
Χαλκός
Αγγλικός όρος:
Copper, Cu
Μετάφραση:
Copper, Cu
Ελληνικός όρος:
Χάλυβας αναφοράς
Αγγλικός όρος:
Reference steel
Μετάφραση:
Reference steel
Ελληνικός όρος:
Χαλυβοκατασκευή
Αγγλικός όρος:
Steel construction
Μετάφραση:
Steel construction
Ελληνικός όρος:
Χαμηλή συχνότητα
Αγγλικός όρος:
Low frequency, LF
Μετάφραση:
Low frequency, LF
Ελληνικός όρος:
Χαμηλής διασποράς ραδιενεργό υλικό
Αγγλικός όρος:
Low dispersible radioactive material
Μετάφραση:
Low dispersible radioactive material
Ελληνικός όρος:
Χαμηλής ειδικής δραστικότητας υλικό
Αγγλικός όρος:
Low specific activity material, LSA material
Μετάφραση:
Low specific activity material, LSA material
Ελληνικός όρος:
Χαμηλής τοξικότητας άλφα εκπομποί
Αγγλικός όρος:
Low toxicity alpha emitters
Μετάφραση:
Low toxicity alpha emitters
Ελληνικός όρος:
Χαμηλό μοριακό βάρος
Αγγλικός όρος:
Low molecular weight, LMW
Μετάφραση:
Low molecular weight, LMW
Ελληνικός όρος:
Χαμηλότερη συγκέντρωση όπου παρατηρείται αποτέλεσμα (βλάβη στο ζωντανό οργανισμό)
Αγγλικός όρος:
Lowest observed effects concentration, LOEC
Μετάφραση:
Lowest observed effects concentration, LOEC
Ελληνικός όρος:
Χαμηλότερη συγκέντρωση όπου παρατηρούνται επιβλαβή αποτελέσματα
Αγγλικός όρος:
Lowest observed adverse effects concentration, LOAEC
Μετάφραση:
Lowest observed adverse effects concentration, LOAEC
Ελληνικός όρος:
Χαμηλότερο επίπεδο όπου παρατηρείται αποτέλεσμα
Αγγλικός όρος:
Lowest observed effects level, LOEL
Μετάφραση:
Lowest observed effects level, LOEL
Ελληνικός όρος:
Χαμηλότερο όριο
Αγγλικός όρος:
Lower limit
Μετάφραση:
Lower limit
Ελληνικός όρος:
Χάνιο
Αγγλικός όρος:
Hahniun (Ha)
Μετάφραση:
Hahniun (Ha)
Pagination
Current page
1
Page
2
Page
3
Page
4
Page
5
Page
6
Page
7
Page
8
Page
9
…
Next page
››
Last page
τελευταία »