Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων

Displaying 37 - 72 of 803
2 | I | P | Α | Β | Γ | Δ | Ε | Ζ | Η | Θ | Ι | Κ | Λ | Μ | Ν | Ξ | Ο | Π | Ρ | Σ | Τ | Ύ | Φ | Χ | Ψ | Ω
Ελληνικός όρος:
Παγκόσμιος Μετεωρολογικός Οργανισμός
Αγγλικός όρος:
World Metrological Organisation (WMO)

Μετάφραση: World Metrological Organisation (WMO)
Ελληνικός όρος:
Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου
Αγγλικός όρος:
World Trade Organisation (WTO)

Μετάφραση: World Trade Organisation (WTO)
Ελληνικός όρος:
Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
Αγγλικός όρος:
World Health Organization (WHO)

Μετάφραση: World Health Organization (WHO)
Ελληνικός όρος:
Πάγκρεας
Αγγλικός όρος:
Pancreas

Μετάφραση: Pancreas
Ελληνικός όρος:
Πάγος
Αγγλικός όρος:
Ice

Μετάφραση: Ice
Ελληνικός όρος:
Παθήσεις μέσης
Αγγλικός όρος:
Low back disorders

Μετάφραση: Low back disorders
Ελληνικός όρος:
Παθήσεις συσσωρευμένου τραύματος
Αγγλικός όρος:
Cumulative trauma disorders

Μετάφραση: Cumulative trauma disorders
Ελληνικός όρος:
Παθήσεις ώμων
Αγγλικός όρος:
Shoulder disorders

Μετάφραση: Shoulder disorders
Ελληνικός όρος:
Παθητικό κάπνισμα
Αγγλικός όρος:
Passive smoking

Μετάφραση: Passive smoking
Ελληνικός όρος:
Παθογένεση
Αγγλικός όρος:
Pathogenesis

Μετάφραση: Pathogenesis
Ελληνικός όρος:
Παθολογικά αίτια
Αγγλικός όρος:
Natural causes

Μετάφραση: Natural causes
Ελληνικός όρος:
Παιδική εργασία
Αγγλικός όρος:
Child labour

Μετάφραση: Child labour
Ελληνικός όρος:
Πακέτο
Αγγλικός όρος:
Package

Μετάφραση: Package
Ελληνικός όρος:
Παλέτα
Αγγλικός όρος:
Pallet

Μετάφραση: Pallet
Ελληνικός όρος:
Παλετοφόρο μηχάνημα
Αγγλικός όρος:
Pallet truck

Μετάφραση: Pallet truck
Ελληνικός όρος:
Παλινδρομική κίνηση
Αγγλικός όρος:
Reciprocating movement

Μετάφραση: Reciprocating movement
Ελληνικός όρος:
Παλλάδιο
Αγγλικός όρος:
Palladium

Μετάφραση: Palladium
Ελληνικός όρος:
Παλμικός θόρυβος
Αγγλικός όρος:
Impulsive noise

Μετάφραση: Impulsive noise
Ελληνικός όρος:
Παλμιτικό οξύ
Αγγλικός όρος:
Palmitic acid, hexadecanoic acid

Μετάφραση: Palmitic acid, hexadecanoic acid
Ελληνικός όρος:
Παλμιτικός αιθυλεστέρας
Αγγλικός όρος:
Ethyl palmitate, ethyl hexadecanoate

Μετάφραση: Ethyl palmitate, ethyl hexadecanoate
Ελληνικός όρος:
Παμακίνη
Αγγλικός όρος:
Pamaquine, plasmochin

Μετάφραση: Pamaquine, plasmochin
Ελληνικός όρος:
Πανελλήνιος ιατρικός σύλλογος
Αγγλικός όρος:
Panhellenic medical association

Μετάφραση: Panhellenic medical association
Ελληνικός όρος:
Πανίδα
Αγγλικός όρος:
Fauna

Μετάφραση: Fauna
Ελληνικός όρος:
Πανικός
Αγγλικός όρος:
Panic

Μετάφραση: Panic
Ελληνικός όρος:
Πανόζη
Αγγλικός όρος:
Panose

Μετάφραση: Panose
Ελληνικός όρος:
Παπαβερίνη
Αγγλικός όρος:
Papaverine

Μετάφραση: Papaverine
Ελληνικός όρος:
Παρ’ολίγον απώλειες (ατυχήματα)
Αγγλικός όρος:
Near misses

Μετάφραση: Near misses
Ελληνικός όρος:
Παρ’ολίγον ατυχήματα
Αγγλικός όρος:
Near accidents

Μετάφραση: Near accidents
Ελληνικός όρος:
Παρα-
Αγγλικός όρος:
Para (p-)

Μετάφραση: Para (p-)
Ελληνικός όρος:
Παραβλεφθείσα μελέτη
Αγγλικός όρος:
Disregarded study

Μετάφραση: Disregarded study
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας
Αγγλικός όρος:
Agent or factor

Μετάφραση: Agent or factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας ανάπτυξης
Αγγλικός όρος:
Growth factor

Μετάφραση: Growth factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας απόκρισης
Αγγλικός όρος:
Response factor

Μετάφραση: Response factor
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας επιβράδυνσης
Αγγλικός όρος:
Retardation factor (Rf)

Μετάφραση: Retardation factor (Rf)
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας νέκρωσης όγκου
Αγγλικός όρος:
Tumor necrosis factor (TNF)

Μετάφραση: Tumor necrosis factor (TNF)
Ελληνικός όρος:
Παράγοντας προσανατολισμού
Αγγλικός όρος:
Orientation factor

Μετάφραση: Orientation factor

Ακολουθήστε μας